Μέσα στο οξειδωμένο, αντιφατικό τοπίο του Χόλιγουντ, με τα πιο πλούσια κι αχόρταγα κοιτάσματα ανθρώπινου πολιτισμού να περικυκλώνονται από το κενό της ερήμου, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ τοποθετεί τους νέους του ήρωες. Η Αγκαθα Γουάις, μια κοπέλα μελαγχολική, με τα σημάδια κάποιας φωτιάς στο σώμα της, φτάνει στην πόλη και μεταφέρεται με μια λιμουζίνα, με οδηγό τον Τζερόμ Φοντάνα, φέρελπι ηθοποιό. Η Αγκαθα θα πιάσει δουλειά ως προσωπική βοηθός και κάθε είδους σκλάβα της σε πτώση σταρ Χαβάνα Σεγκράντ, η οποία προσπαθεί να ξαναπιάσει την καλή, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τα ζητήματά της με τη νεκρή ηθοποιό μητέρα της η οποία, ενδεχομένως, την κακοποιούσε όταν ήταν μικρή. Τη Χαβάνα βοηθά ο φιλόδοξος τσαρλατάνος life coach Δρ. Στάφορντ Γουάις. Ο γιατρός είναι πατέρας του 13χρονου Μπέντζι, ηθοποιού με το δικό του franchise που κατακτά κάθε φορά τα ταμεία, μετατρέποντας τον Μπέντζι σ’ ένα μικρό τέρας αλαζονείας. Αυτό το σφιχτό δαχτυλίδι ανθρώπων στρέφεται γύρω από παραπαίουσες επιθυμίες και σκοτεινά απωθημένα, σ’ ένα χολιγουντιανό χορό της φωτιάς.
Το σενάριο της ταινίας υπογράφει ο Μπρους Γουάγκνερ, ο σύγχρονος εκπρόσωπος της λογοτεχνικής πολεμικής εναντίον του αμερικανικού star system, σεναριογράφος άλλωστε και της μίνι-σειράς «Wild Palms» και η δική του ιδιοσυγκρασία, εκεί όπου συναντά τη σκληρότητα του Κρόνενμπεργκ, είναι εκείνη που καθορίζει το φιλμ. Το «Maps to the Stars» είναι μια έξω από κάθε όριο καταδίκη του Χόλιγουντ και της ακόρεστης επιθυμίας των ανθρώπων του για όλα, από τη δόξα, τα χρήματα, το σεξ, μέχρι την καταναγκαστική ψυχική αποτοξίνωση και τη new age υγιεινή.
Αυτόν τον κοινωνικό, κατάμαυρο σχολιασμό, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ τον ντύνει με τη μορφή του κλασικού, golden age θρίλερ, με μια ασπρόμαυρη ταινία-μέσα-στην-ταινία, με αποσπάσματα από το πανέμορφο ποίημα «Liberté» του Πολ Ελιάρ που στο στόμα και στη σκέψη των ηρώων γίνεται πένθιμο μάντρα, με εργαλεία που το μεταμορφώνουν σ’ ένα ακραίο δράμα, ατμοσφαιρικό και πυκνό, ψυχολογικά τρομακτικό, με το γκλάμορ ενός «Mommy Dearest», με την εμφάνιση της Κάρι Φίσερ (του «Postcards from the Edge», ας μην ξεχνάμε), ως αυταπόδεικτη ταμπέλα για την πτώση στη χαράδρα της show business.
Οσο ο Ρόμπερτ Πάτινσον, στο ρόλο του σοφέρ, υπάρχει περισσότερο ως καταλύτης παρά ως αυτόφωτος ήρωας, όσο ο Τζον Κιούζακ ως Δόκτωρ αναδύει μια παρακμή που έχει κατακάτσει στα βαμμένα κατάμαυρα μαλλιά του κι όσο η Μία Γουασικόφσκα αναπαράγει πια διαρκώς τον ίδιο μελαγχολικό, απόμακρο ρόλο, η Τζούλιαν Μουρ σκίζει την οθόνη σ’ έναν εκπληκτικό δεύτερο γυναικείο ρόλο αδυναμίας, ανασφάλειας, πλεονεξίας και τραγικότητας.
Μόνο που όλα αυτά τα φαντασμαγορικά στοιχεία, ο Κρόνενμπεργκ τα συνθέτει σε μια ταινία, σαφώς καλύτερη από τα τελευταία πονήματά του, το «Cosmopolis» και το «A Dangerous Method», παγιδευμένη όμως σ’ ένα φωσκολικό μελόδραμα της υπερβολής, μ’ ένα φινάλε που αγγίζει την camp γελοιότητα. Ακόμα περισσότερο, σαν ένας άνθρωπος γεμάτος πικρία για ένα σύστημα που ποτέ δεν τον ευνόησε, κάνει μια ταινία που ξεπερνά τη σάτιρα και το σκωπτικό σχολιασμό του Χόλιγουντ, φτάνει σε μια βαθειά απόρριψη κάθε ρανίδας του, σκληρή, άτεγκτη και εκδικητική, τόσο πολύ που χάνει τη σοβαρότητά της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κρόνενμπεργκ είναι εξαιρετικά ικανός στο να πλάθει την αντίληψη του θεατή και να την οδηγεί σε επικίνδυνους γκρεμούς, αλλά, στο «Maps to the Stars», έχει βγει έξω από το χάρτη της αυτοσυγκράτησης και της λειτουργικής δραματουργίας, πέφτοντας ο ίδιος στον γκρεμό της ευκολίας.