Αρκετά, απ’ ό,τι φαίνεται. Η νέα ταινία του Καναδού ιδιοφυούς, κατά καιρούς, σκηνοθέτη ήταν μια συνεδρία χωρίς αποκάλυψη. Ούτε παθιασμένη, ούτε βρώμικη, χωρίς υπόγεια νοήματα ή ενστικτώδη δύναμη, αλλά ούτε και ακαδημαϊκή. Σωστή και χλιαρή, περιγραφική.
Οι ήρωες απεικονίζονται στεγνά και οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά. Δυο από τα μεγαλύτερα μυαλά της ιστορίας μεταφέρονται στη οθόνη ως σχολαστικοί ή καταπιεσμένοι άντρες, χωρίς βάθος και χωρίς ένταση. Ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ του Κρόνενμπεργκ θα μπορούσαν να είναι δυο τυχαίοι επιστήμονες, δυο μη πρωτοβουλιακοί άνθρωποι που μελετούν τα συγγράμματα του Φρόιντ και του Γιουνγκ. Ο δάσκαλος και ο μαθητής συνδέονται επειδή το περιγράφει το σενάριο, χωρίς μεταξύ του να υπάρξει κανένας σπινθήρας. Και με τον ίδιο τρόπο χωρίζουν: ήρεμα και συγκροτημένα.
Η αφορμή της γνωριμίας και της ρήξης τους, η Γυναίκα, επίσης λειτουργεί παρατακτικά στην ταινία, χωρίς σχέσεις αλληλεξάρτησης. Φυσικά, ο Κρόνενμπεργκ ακόμα και με τον αυτόματο πιλότο μπορεί να βγάλει ερωτισμό, αλλά πόσο φτωχός και ελαφρύς μοιάζει, όταν οι προσδοκίες από μια ταινία με τέτοιο θέμα φωνάζουν για αμαρτία.
Ο Μάικλ Φασμπέντερ είναι εξαιρετικός και γεμίζει με την ερμηνεία του τον ήρωά του όπου έχει κενά. Ο Βίγκο Μόρτενσεν επίσης δίνει βάρος στο μονδιάστατο Ζίγκμουντ Φρόιντ. Ο Βενσάν Κασέλ, στο σύντομο ρόλο του γιατρού και ασθενούς Οτο Γκρος ενσαρκώνει έναν ήρωα καταλύτη, εντελώς ανεκμετάλλευτο, με υπέροχη άνεση, συνδυάζοντας την ενοχή και την ύβρη με τρόπο μοναδικό. Η Κίρα Νάιτλι, αντίθετα, στο ρόλο που δίνει στην ταινία το σκοπό της, αποδεικνύει ότι πραγματικά είναι κακή ηθοποιός. Μορφασμοί προγναθισμού και σουφρωμένα φρύδια είναι η δική της απόδοση μια διαταραγμένης, μοιραίας, πολυσύνθετης και ιστορικής γυναίκας.
Στα συν της ταινίας καταλήγει να είναι η υπέροχη απεικόνιση της εποχής, κάτι ωστόσο για το οποίο θα χαιρόμαστε σε μια ταινία του Τζέιμς Αϊβορι, όχι του Κρόνενμπεργκ. Εξαιρετικά ενοχλητική επίσης και η σύλληψη ότι οι «ξένοι» πρέπει να μιλούν αγγλικά με ξενική προφορά, ενώ οι «ντόπιοι» μπορούν να χρησιμοποιούν την κανονική τους προφορά, ακόμα κι αν αυτή είναι αγγλική στη Βιέννη, για παράδειγμα.
Πολλά βάζετε, πολλά χάνετε, δηλαδή βλέποντας το «Μια Επικίνδυνη Μέθοδος» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, με την αυξημένη προσδοκία που αυτό προϋποθέτει, η απογοήτευση είναι αναλόγως μεγάλη.
Ο χρόνος μας τελείωσε, Ντέιβιντ, θα τα ξαναπούμε στην επόμενη ταινία.