Βρισκόμαστε προς το τέλος μιας λειτουργίας σε μια μικρή ενορία κάπου στη Σουηδία. Παρατηρούμε το τελετουργικό της θείας κοινωνίας, τους ελάχιστους πιστούς που βρίσκονται μέσα στην εκκλησία. Ακούμε τις προσευχές. Σχεδόν σε real time, η κάμερα μένει ακίνητη πάνω στα πρόσωπα και, ενώ φαινομενικά η αυστηρότητα που επιβάλλει ο χώρος είναι κυρίαρχη, αρχίζει να αποκαλύπτεται κάτι ανησυχητικό, κάτι που δεν θα παρατηρούσες εύκολα με την πρώτη ματιά. Ο ιερέας προσπαθεί να κρύψει το συνάχι του, μια γυναίκα με γυαλιά τον παρατηρεί διαρκώς περισσότερο ανήσυχη για την υγεία του παρά από σεβασμό προς την ιδιότητα του. Eνα ζευγάρι με τη γυναίκα έγκυο διαβάζει και απαγγέλει τους εκκλησιαστικούς ύμνους, το νιώθεις όμως πως το κάνει μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα. O ψάλτης νιώθει άβολα μέσα στο στενό του πουκάμισο. Ο μουσικός του εκκλησιαστικού οργάνου χασμουριέται καθώς βιάζεται να μαζέψει τα πράγματα του πριν τελειώσει η λειτουργία. Ο δύσμορφος νεοκόρος κοιτάζει με πραγματική απορία όλους τους «πιστούς». Με την ώρα να περνάει και τη λειτουργία να μην τελειώνει, ένα παιδί αποκοιμιέται στα στασίδια.

Δεν είναι τυχαίο ότι το «Χειμωνιάτικο Φως» (ο αυθεντικός σουηδικός του τίτλος είναι «Οι Μεταλαμβάνοντες») ξεκινάει και τελειώνει σε μια εκκλησία. Περισσότερο από το «Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη» που έχει προηγηθεί το 1961 και τη «Σιωπή» που ακολουθεί το 1963, το «Χειμωνιάτικο Φως» είναι η προμετωπίδα της επονομαζόμενης «Τριλογίας της Σιωπής» στην οποία ο Μπέργκμαν - γιος πάστορα στην πραγματικότητα - αναρωτιέται πάνω στην ύπαρξη του Θεού και τις πολλαπλές σημασίες που δίνουν στο λόγο του (ή μάλλον καλύτερα, στη σιωπή του) οι άνθρωποι. Και δεν υπάρχει ιδανικότερος τόπος για να απλώσεις την αμφιβολία σου παρά μέσα στον «τόπο του εγκλήματος».

Η λειτουργία τελειώνει. Ολα αποκαλύπτονται. Ο ιερέας είναι όντως άρρωστος - βήχει και η μύτη του τρέχει. Η γυναίκα που τον παρατηρεί με ανησυχία, αλλά και μια υπόκωφη ερωτική υποψία επιθυμίας - είναι η δασκάλα του χωριού που προσπαθεί με κάθε τρόπο να του εκφράσει την αγάπη της. Το ζευγάρι που περιμένει ακόμη ένα παιδί είναι ανήσυχο γιατί ο άντρας, ένα φιλήσυχος ψαράς καταδιώκεται από τον επικείμενο τρόμο μιας πυρηνικής καταστροφής. Ενας ένας θα φτάσουν στον ιερέα, ο οποίος μοιάζει αποκαμωμένος από τη λειτουργία, ζητώντας του απαντήσεις. Ακόμη και ο νεωκόρος τον ρωτάει για τη μεσημεριανή λειτουργία που θα γίνει σε μια άλλη εκκλησία στην ίδια ενορία. Ο ιερέας είναι άρρωστος, αλλά περισσότερο από αυτό μοιάζει ανίκανος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ποιμνίου του. Μοναχικός και μελαγχολικός, μαζί και οργισμένος, πενθεί ακόμη για το θάνατο της γυναίκας του και, περισσότερο και από τους ανθρώπους της ενορίας του, είναι ο ίδιος που δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού.

Η ιστορία στο «Χειμωνιάτικο Φως» κρατάει μόνο λίγες ώρες. Και σε μια αυστηρή σύνθεση που αποτελείται από ακίνητα ασπρόμαυρα πλάνα που «φωτίζονται» από τις αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στο χιονισμένο τοπίο με τον απαράμιλλο τρόπο του Σβεν Νίκβιστ, μοιάζει περισσότερο με μια ανοιχτή συζήτηση που ο θεατής παρακολουθεί το ίδιο ανήμπορος να απαντήσει στα θεμελιώδη ερωτήματα που τίθενται.

Η ύπαρξη του Θεού είναι η αφορμή, καθώς σταδιακά αυτό που θα κυριαρχήσει είναι η αιτία της σιωπής του, αλλά και η όποια «θεοποίηση» του ανθρώπου, είτε μιλάει κανείς για έναν ιερέα που κάποτε πίστεψε ότι μπορεί να είναι Θεός είτε για απλούς (άθεους) πιστούς που αναζητούν, αμφισβητούν και επαναπροσδιορίζουν τις διδαχές του Ιησού Χριστού. Η άθεη δασκάλα θα καταλογίσει στον ιερέα πως έχει ξεχάσει τον Ιησού Χριστό (εννοώντας πως τελικά ό,τι είναι η θρησκεία είναι αυτή η εναλλαγή της θυσίας με την τιμωρία και την συγχώρεση) καθώς εξομολογείται την αγάπη της - σε μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας με την Ινγκριντ Τουλιν να διαβάζει το γράμμα κατάματα στην κάμερα) και ο δύσμορφος νεωκόρος θα υποτιμήσει τα μαρτύρια του Χριστού μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, δίνοντας βλάσφημες κι όμως τόσο «θεϊκές» διαστάσεις στις πνευματικές του αναζητήσεις.

Σκληρός αλλά με κατανόηση απέναντι στον ήρωα του (ένας συνταρακτικός Γκούναρ Μπιόρνστραντ), ο Μπέργκμαν κατηγορεί τον ιερέα για το γεγονός ότι δεν μπορεί να παρηγορήσει τους πιστούς του εγκαταλείποντας τους οριστικά και αμετάκλητα στην ανθρώπινη αδυναμία, τον συγχωρά όμως ταυτόχρονα για την δική του ανθρώπινη διάσταση του. Ακριβώς όπως κάνει η δασκάλα που τον αγαπάει ακόμη και μετά από μια από τις πιο σκληρές λεκτικές επιθέσεις που θα δεχτεί γυναίκα από οποιονδήποτε άνδρα - σε μια ακόμη σκηνή που βρίσκει τον θεατή απροετοίμαστο απέναντι στην ανθρώπινη σκληρότητα.

Σε μια αλληλουχία εξομολογήσεων που διατρέχουν όλο το φιλμ και ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι πάνω σε όσα λέγονται και όσα δεν μπορούν να βρουν λέξεις για να εκφραστούν, ο Μπέργκμαν ολοκληρώνει τη θεώρηση του πάνω στη σιωπή Θεών και ανθρώπων, σίγουρος πλέον για την πρώτη και γενναιόδωρος απέναντι στη δεύτερη. Ο πεσιμισμός του - διάσπαρτος από την αρχή της ταινίας και μέχρι το πλάνο της άδειας (;) εκκλησίας στο φινάλε - δεν προέρχεται από την παραδοχή της εγκατάλειψης των ανθρώπων από το Θεό, αλλά μοιάζει περισσότερο με μια κοσμική έκκληση για πίστη στον άνθρωπο. Αυτόν που τελικά μοιάζει ο μόνος που μπορεί να κερδίσει το μεγάλο στοίχημα της «αγάπης», της «συγχώρεσης» και της «ανάληψης» λέγοντας απλά την αλήθεια - μακριά από τις εκκλησιαστικές προσευχές που ακούγονται μεν αλλά δεν εισακούονται ποτέ, πιο κοντά σε οτιδήποτε μπορεί να είναι για τον καθένα ο Θεός.