Ο Τζον Λόλορ είναι ένας πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών «παντρεμένος» με τη δουλειά του - δεν υπάρχει κακός που να μην μπορεί να σταματήσει, δεν υπάρχει τίποτα που να μην θυσιάσει για να κλείσει μια υπόθεση. Η Τζόι Κανγκ είναι μια κορυφαία «Transporter» στην Ταϊπέι – οδηγεί και σκέπτεται τόσο γρήγορα που είναι δύσκολο να την εντοπίσεις, αδύνατο να την πιάσεις. Οι δυο τους δεν έπρεπε να ερωτευτούν, αλλά η μοίρα τους έφερε κοντά... πριν οι δυνάμεις του εγκλήματος και της διαφθοράς τους χωρίσουν. Τώρα, 15 χρόνια αργότερα, η μοίρα φέρνει την Τζόι και τον Τζον σε μετωπική σύγκρουση κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου στην Ταϊπέι. Και οι δυο τους θα ανακαλύψουν ότι το μόνο πράγμα που είναι πιο δύσκολο από το να ερωτευτείς... είναι να ξαναερωτευτείς.
Σε σκηνοθεσία του Τζορτζ Χουάνγκ και σενάριο του Λικ Μπεσόν η ταινία «48 Ωρες στην Ταϊβάν» αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα του ότι οι καλές προθέσεις και μια πανέμορφη τοποθεσία δεν επαρκούν για να διασώσουν μια ταινία από το επιτηδευμένο σενάριο, την αδιάφορη δράση και τα αμέτρητα κλισέ. Αν και ο Χουάνγκ προσπαθεί αρκετά να δώσει κάποια ένταση στις σκηνές δράσης του, και κάποιες στιγμές προσφέρουν απλά ψήγματα διασκέδασης με κάποιες καλές χορογραφίες στη μάχη, η πλοκή πέφτει πάνω σε αμέτρητα στερεότυπα και κλισέ, αλλά και σε ένα αχρείαστο exploitation – τα flashbacks πραγματικά φέρνουν την αφήγηση σε τέλμα – που την αποδυναμώνουν.
Ακόμα και ο Λουκ Εβανς, ο οποίος καταβάλλει προσπάθεια να δώσει υπόσταση στον ήρωά του, ως χαρακτήρας παραμένει ρηχός και γεμάτος στερεότυπα. Από την άλλη, η Γκουέι Λουν Μέι, αν και θέλει να δώσει μια πιο δυναμική ερμηνεία στην ηρωίδα της, υποφέρει από το περιορισμένο εύρος που της επιτρέπει το σενάριο, με τον Σουνγκ Κανγκ, ως κακό της ιστορίας, ο οποίος έγινε πιο γνωστός στο ευρύ κοινό από τις ταινίες «Fast & Furious», να μοιάζει μονοδιάστατος, έχοντας μόνο λίγες στιγμές που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα.
Το «48 Ωρες στην Ταϊβάν» είναι άλλη μια ταινία που θα μπορούσε άνετα να βγει σε κάποια πλατφόρμα μιας και δεν αξίζει όχι σαράντα οκτώ, αλλά ούτε τις δυο σχεδόν ώρες που θα χάσετε μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.