Το 2003 ολόκληρος ο κινηματογραφικός πλανήτης ανακάλυπτε με το «Χτυπημένος από Έρωτα» (Punch-Drunk Love) του Πολ Τόμας Άντερσον κάπως σαστισμένος κι εκστασιασμένος ότι ο Ανταμ Σάντλερ δεν ήταν μόνο ένας σούπερσταρ κωμικός που πρωταγωνιστούσε σε αμφίβολης ποιότητας και αισθητικής στάθμης φαρσοκωμωδίες, αλλά μπορούσε με την κατάλληλη σκηνοθετική καθοδήγηση να μετατρέψει την τραχειά ερμηνευτική του μανιέρα σε μια αμήχανη και γι’ αυτό το λόγο συναισθηματικά αφοπλιστική ερμηνεία. Έπρεπε να περάσουν δεκαέξι χρόνια (και πολλά ακόμη ανοσιουργήματα) για να επαναληφθεί αυτό το όχι και τόσο απροσδόκητο πλέον θαύμα, με το «Άκοπο Διαμάντι», τη νέα ταινία των αδερφών Σάφντι, η οποία δικαιώνει όχι μόνο πλήρως και ποικιλοτρόπως τον τίτλο της, αλλά και το hype μιας από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Όποιος έχει δει το «Good Time» ή κάποια από τις απρόβλητες στη χώρα μας προηγούμενες δουλειές των Νεοϋορκέζων αδερφών («The Pleasure of Being Robbed», «Daddy Longlegs» (2009) και «Heaven Knows What») γνωρίζει ότι οι Σάφντι ενδιαφέρονται να αποτυπώσουν κάθε φορά τις ιστορίες τους με μια ωμή και ακατέργαστη συναισθηματική και σκηνοθετική ένταση, η οποία, όμως, μέχρι πρότινος αποτελούσε και το μεγάλο μειονέκτημα μιας συχνά επιφανειακής και εν πολλοίς εφετζίδικης και μονοδιάστατης δραματουργίας. Με το «Άκοπο Διαμάντι» επιτυγχάνεται το παράδοξο να αυξάνουν αυτή την ένταση στο τέρμα, αλλά ταυτόχρονα να υπογράφουν την πιο εκκωφαντική, αλλά και ώριμη δουλειά τους.
Από την πρώτη σκηνή της ανακάλυψης στα ορυχεία της Αιθιοπίας το 2010 ενός βαμμένου με αίμα μαύρου οπαλίου αμύθητης αξίας και της ψυχεδελικής και τριπαρισμένης μετάβασης της κάμερας μέσα από τους πολύχρωμους ιριδισμούς της κρυσταλλικής δομής του πετραδιού στην πραγματικά ιδιοφυή πρώτη γνωριμία με τον κεντρικό ήρωα μέσω των εντοσθίων του κατά τη διάρκεια μιας κολονοσκόπησης δύο χρόνια αργότερα, γίνεται σαφές ότι οι Σάφντι φιλοδοξούν να χαρτογραφήσουν την εντροπική διαδρομή του Χάουαρντ Ράτνερ, ενός βουτηγμένου στα χρέη και αμφίβολης νομιμότητας εμπόρου στην Εβραϊκή «Συνοικία των Διαμαντιών» του κεντρικού Μανχάταν με μια ασυγκράτητη και καταιγιστική ορμή που συμπαρασύρει τους πάντες στο διάβα της.
Ο Ράτνερ χρωστάει παντού, σε τοκογλύφους, ενεχυροδανειστές και συμμορίες που καραδοκούν και τον πλευρίζουν απειλητικά διαρκώς, και μιλάει ακατάπαυστα, στο κινητό και τους γύρω του, προσπαθώντας να κερδίσει τη μάχη με έναν χρόνο που μοιάζει να κυλάει γι’ αυτόν πάντα αντίστροφα, μια ωρολογιακή βόμβα που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να εκραγεί, αλλά κάθε φορά το σημείο μηδέν μετατίθεται για αργότερα, όσο εκείνος κινείται σαν δαίμονας σε μια δαιδαλώδη Νέα Υόρκη ψάχνοντας την επόμενη ευκαιρία να μπαλώσει κάποια εκκρεμότητα ή να πιάσει την καλή. Όταν το πολύτιμο πετράδι βρεθεί από την Αιθιοπία στα χέρια του, ο Ράτνερ θα δει σ’ αυτό τη σωτηρία, όμως ένας νέος κύκλος παραλογισμού και βίας θα ανοίξει, στον οποίο θα εμπλακούν ο διάσημος μπασκετμπολίστας πελάτης του που θα δει στο οπάλιο το τυχερό του γούρι και θα θελήσει να το αποκτήσει, ο τοκογλύφος κουνιάδος του και οι μισθωμένοι μπράβοι του, το εβραϊκό σόι με τις παραδόσεις του, η αποξενωμένη σύζυγος και τα τρία παιδιά τους και η ερωμένη που εργάζεται στο κατάστημα.
Ο τρόπος που ενορχηστρώνουν οι αδερφοί Σάφντι όλο αυτό το χάος είναι να βουλιάξουν μαζί με τον ήρωά τους μέσα σ’ αυτό και να τον ακολουθήσουν με την κάμερα τους στην εγγενή παράνοια μιας ζωής στην οποία ο τζόγος έχει αναχθεί σε υπαρξιακή συνθήκη. «Είσαι ο πιο ενοχλητικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει», θα πει στον Ράτνερ η γυναίκα του (μια αγνώριστη Ιντίνα Μενζέλ) κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής εκδήλωσης στην οποία εκείνος θα ζητήσει επανασύνδεση, κι αυτή η δήλωση ούτε καν ξεκινά να περιγράφει την αυτοκαταστροφική, αλαζονική, αλλά και διεστραμμένα ρομαντική μέσα στο κυνικό κυνήγι της έξαψης του γρήγορου κέρδους πτώση στο κενό ενός ήρωα που αναζητά απονενοημένα νόημα εκεί όπου δεν υπάρχει, μιας μορφής του ύστερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που έχει συνδέσει άρρηκτα την ευτυχία με την ευμάρεια και γίνεται κυριολεκτικά ο εαυτός του μέσα από την λαγνοθηρική αναζήτηση του χρήματος.
Η πορεία του Ράτνερ είναι η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου και η κωμωδία ενός τραγικού ήρωα ταυτόχρονα και οι Σάφντι την καταγράφουν μέσα σε μια Νέα Υόρκη που έχει μετατραπεί σε πολυπολιτισμική Βαβέλ, έξοχα φωτογραφημένη από τον σπουδαίο Ντάριους Κόντζι με μεταλλικούς, νατουραλιστικούς τόνους που αναδεικνύουν την καφκική της διάσταση και βουτηγμένη μέσα στους θορύβους μιας μεγαλόπολης που καταπνίγει τις λέξεις και τις φωνές, ενώ ο αριστοτεχνικός ηχητικός σχεδιασμός επικουρείται από την εξόχως ηλεκτρισμένη μουσική επένδυση του Ντάνιελ Λοπάτιν, μετατρέποντας το «Άκοπο Διαμάντι» σε μια εμπειρία που βιώνεται απνευστί μέχρι το νομοτελειακά σοκαριστικό φινάλε.
Και, φυσικά, ο Ανταμ Σάντλερ ηγείται του εξαιρετικά καλοκουρδισμένου καστ αντλώντας στοιχεία από την (ανυπόφορη) κωμική του περσόνα τα οποία μετουσιώνει σε μια αδιάκοπη νευρωτική ενέργεια που κατακλύζει το κάδρο και το κάνει να πάλλεται από θυμό και απελπισία, θυμίζοντας (σε μια ουδόλως ιερόσυλη αναλογία) τις ερμηνείες του Αλ Πατσίνο κατά τη δεκαετία του 70. Η σκανδαλώδης απουσία του από τις οσκαρικές υποψηφιότητες πρέπει να αποδοθεί στη στενομυαλιά της Ακαδημίας, που δεν δείχνει ακόμα έτοιμη να του συγχωρήσει τον πρότερο μη έντιμο βίο. Αυτός είναι το πραγματικό «άκοπο διαμάντι» της ταινίας κι ελπίζουμε να ξανασυνεργαστεί στο άμεσο μέλλον με τους αδερφούς Σάφντι ή με όποιον άλλο οραματιστή σκηνοθέτη που θα μπορέσει δει πίσω από το ίζημα της τυποποίησης τα καράτια που κρύβει η παρουσία του.