Ενας από τους δύο «κακούς» στην ταινία του Πάμπλο Χερνάντο ονομάζεται Μελβίλ. Σίγουρα καθόλου τυχαία καθώς η «Μαύρη Φάλαινα» μοιάζει βγαλμένη μέσα από το μελαγχολικό, σιωπηλό, αυστηρό σύμπαν του Ζαν-Πιερ Μελβίλ και ταυτόχρονα αναφέρεται ευθαρσώς και όχι μόνο θεματικά αλλά και αφηγηματικά στο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, παίρνοντας από τον όγκο των σελίδων του όλη την κρυπτική, στα όρια του φανταστικού αναμέτρηση με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
Σε μια τολμηρή, όχι πάντα πετυχημένη, σε όλη τη διάρκεια της όμως υποβλητική και υπνωτιστική, μείξη, η «Μαύρη Φάλαινα» μπορεί λοιπόν να περιγραφεί ως ένα νουάρ φαντασίας, φτιαγμένο προς τιμήν του με κανόνες, ακόμη και όταν η διάθεση του είναι να τους σπάει. Η επιλογή του, να μείνει στο μυστήριο δίνοντας μόνο λίγες απαντήσεις, λειτουργεί σχεδόν λυτρωτικά, αφού οποιαδήποτε άλλη επιλογή ίσως να το πρόδιδε ανεπανόρθωτα.
Σαν την ηρωίδα του την Ινγκριντ, η ταινία του Χερνάντο, είναι αθόρυβη, σχεδόν βωβή, μοιάζει λιγότερο με κάτι ανθρώπινο και περισσότερο με κάτι απόκοσμο. Μπαινοβγαίνει στο σκοτάδι και το φως με μια σχεδόν μεταφυσική ικανότητα, κρύβει μέσα στο σχεδόν παγωμένο πρόσωπο της ένα παιδικό τραύμα και είναι πληρωμένη δολοφόνος. Περιζήτητη ειδικά γιατί δεν αφήνει κανένα ίχνος, ούτε καν στην ίδια τη δική της περιπλάνηση μέσα στους τόπους του εγκλήματος. Τη συναντάμε καθώς ένα λιμάνι γίνεται το μήλο της έριδος ανάμεσα σε δύο παλιούς (πολύ) γνωστούς. Ο ένας θα την πληρώσει για να σκοτώσει τον άλλον και έτσι θα βρεθεί ανάμεσα σε δύο δυνάμεις που θα σπρώξουν τη φαινομενική της ισορροπία στα όρια.
Βοηθάει να μην γνωρίζεις τίποτα περισσότερο για τη «Μαύρη Φάλαινα», όπως επίσης να σταματήσεις να αναρωτιέσαι κατά τη διάρκεια της θέασης της και να αφεθείς σε έναν υπνωτιστικό ρυθμό που σε συνδυασμό με αισθητικές επιλογές θυμίζουν κατά πολύ το «Κάτω από το Δέρμα» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Οποιαδήποτε ερώτηση ή απάντηση θα διακόψει μια πορεία που, αυστηρά μελετημένη, δίνει στην ταινία του Χερνάντο μια αίσθηση μεταφυσικού σασπένς και βαθιάς μελαγχολίας που ενδίδει και στην επανάληψη και στην υπερβολική κρυπτικότητα, διακινδυνεύοντας συχνά να αφήσει το θεατή μετέωρο απέναντι σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στο φαινόμενο και το φαινομενικό.
Η εναλλαγή ανάμεσα στα διαφορετικά είδη, τις διαφορετικές διαθέσεις αλλά και το ενδιαφέρον, άλλοτε για το τι ακριβώς σηματοδοτεί το σκοτεινό σύμπαν μέσα στο οποίο ζει η ηρωίδα και άλλοτε για τη σχέση και τις διεργασίες των ανδρών που την περιτριγυρίζουν, κρατάει ψηλά τον πήχη της τόλμης, αλλά αποδεικνύεται συχνά ισχνότερο της ατμόσφαιρας μέσα στην οποία κινείται. Το αποτέλεσμα μοιάζει να ικανοποιεί όσους θα ακολουθήσουν τον αργό ρυθμό και το μυστήριο που πυκνώνει μέχρι το φινάλε και να αποξενώνει όσους θα διακρίνουν μια αίσθηση επιτήδευσης που καλύπτει όλες τις αρετές ενός ιδιοσυγκρασιακού και γοητευτικού σε κάθε περίπτωση φιλμ.