Η παρακολουθήση του «The Other Side of the Wind» απαιτεί σχεδόν ειδικές ικανότητες.
Δεν είναι μόνο οι πολλοί χαρακτήρες, τα διαφορετικά σκηνικά, η ποικιλία στη μορφή των υλικών και της ποιότητας των ήχων, αλλά και το γεγονός πως στην καρδιά του φιλμ που χρειάστηκε 48 χρόνια για να ολοκληρωθεί μέσα από 100 ώρες γυρισμάτων βρίσκεται ακόμη μια ταινία - σε ένα ύστατο φόρο τιμής στο ίδιο το σινεμά που κάνει το credit «directed by Orson Welles» να φέρνει πολλαπλές ανατριχίλες στο σύγχρονο θεατή.
Αν χρειάζεστε μια γρήγορη απάντηση στο αν το «The Other Side of the Wind» είναι μια ταινία αντάξια του μύθου της και του δημιουργού της, δεν θα τη βρείτε, ειδικά σε ένα κατακερματισμένο σύμπαν που ναι μεν ολοκληρώνει μια αφήγηση που βγάζει (ένα κάποιο) νόημα, αλλά δεν παύει να μαρτυρά σε κάθε του κομμάτι πως πρόκειται για ένα απόλυτα προσωπικό έργο που το έχουν τραβήξει μακριά από τον οραματιστή του, στερώντας του έτσι και πιθανές στιγμές συναισθηματικής εμπλοκής (ακόμη και του πιο υποψιασμένου) θεατή.
Η σφραγίδα του Ορσον Γουέλς είναι ορατή. Η ιστορία του θρυλικού σκηνοθέτη Τζέκ Χάναφορντ (τον υποδύεται με ορσονγουελσικό εκτόπισμα ο Τζον Χιούστον) και της προσπάθειάς του να ολοκληρώσει την ταινία του με τίτλο «The Other Side of The Wind» δεν είναι μόνο το λάιτ μοτίφ της ίδιας της αγωνιώδους (αποτυχημένης) προσπάθειας του Γουέλς να επιβιώσει στον κόσμο του σινεμά. Είναι κυρίως η κατασκευή της - μαθαίνουμε την ιστορία μέσα από διάφορες μαρτυρίες ανθρώπων που γνωρίζουν τον Χάναφορντ - που θυμίζει φυσικά τον «Πολίτη Κέιν», αν και στιλιστικά βρισκόμαστε τριάντα χρόνια μετά, βυθισμένοι στους πειραματισμούς, την ψυχεδέλια, τον αέρα της ελευθερίας των 70s.
Ασπρόμαυρο, έγχρωμο, γυρισμένο σε φιλμ 16mm αλλά και 35mm, περισσότερο κοντά στη λογική του «F for Fake», το «The Other Side of the Wind» είναι ένα τυπικό φιλμ των 70s (όχι μόνο με την καλή έννοια) και απροκάλυπτα μια υπερφιλόδοξη απόπειρα να είναι αυτή η ταινία που θα έφερνε τον Ορσον Γουέλς και πάλι στο zeitgeist της εποχής του, αφού μέσα στα σπλάχνα του (και στα γυρίσματα που «διήρκεσαν» έξι χρόνια ο δημιουργός του φύτεψε από το ίδιο το σινεμά, μέχρι την κριτική στην «κριτική», τη nouvelle vague (θυμηθείτε να προσέξετε τον Κλοντ Σαμπρόλ που περνάει σε μερικά πλάνα), τον Αντονιόνι, αλλά και τη μανία με τον ερωτισμό και τη νεο-νουάρ ευαισθησία που διέκρινε πάντοτε το έργο του.
Ακούγεται πιο ενδιαφέρον απ' όσο είναι, αφού ακόμη και με τους καλύτερους επαγγελματίες στο τιμόνι (επικεφαλής της ομάδα του μοντάζ, βασισμένο πάνω σε ήδη μονταρισμένες σκηνές από το ίδιο τον Γουέλς αλλά και σε σημειώσεις του, είναι ο Μπομπ Μουράφσκι του «Hurt Locker»), το «The Other Side of the Wind» θυμίζει κάτι ανάμεσα σε μια «τρικυμία εν κρανίω» ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη και σε μία παραισθησιογόνα εμπειρία που ίσως να λειτουργούσε καλύτερα αν διαρκούσε λιγότερο και δεν αναλωνόταν σε μια επίδειξη «υλικού» - ευθύνη εδώ της λαγνείας για το αρχειακό υλικό από τον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, ο οποίος όχι μόνο επιμελήθηκε την ολοκλήρωση της ταινίας αλλά πρωταγωνιστεί και σε ένα ρόλο - κλειδί για την αινιγματική φιγούρα του πρωταγωνίστη της.
Είναι σχεδόν τρομακτικό να βλέπεις (στο ένα κομμάτι της αφήγησης) τους καλεσμένους ενός τεράστιου πάρτι να προσπαθούν να δουν την ταινία του οικοδεσπότη, ενώ μια σειρά από εμπόδια θα διακόπτουν την προβολή - αν αναλογιστεί κανείς και την περιπέτεια αυτής της ταινίας αλλά και των περισσοτέρων πρότζεκτ του Ορσον Γουέλς. Είναι επίσης «συγκινητικό» να αναγνωρίζεις στιγμές μεγαλείου, ειδικά στις σκηνές με τον Τζον Χιούστον, όπου ο Γουέλς σκηνοθετεί σαν να βρίσκομαστε σε μια technicolor διασκευή του «Touch of Evil». Και είναι και αστείο να προσπαθείς (μάταια) να εντοπίσεις όλα τα cameo διασήμων της εποχής (από την Μερσέντες ΜακΚέμπριτζ μέχρι τον Ντένις Χόπερ) αλλά και τα διάφορα ακατανόητα που σε μια πιο «λογική» στιγμή θα κόβονταν στο μοντά»
Να τρία συναισθήματα (τρόμος, συγκίνηση και γέλιο) που προσπαθούν να βρουν συνεχώς έξοδους κινδύνου μέσα από την πυκνή, μπερδεμένη, αναίτια φορτωμένη αφήγηση. Ακόμη και όταν το καταφέρνουν δεν είναι ικανά να αποτινάξουν πάνω από το «The Other Side of the Wind» την αίσθηση πως αυτό που βλέπεις δεν θα μάθεις ποτέ αν είναι η ταινία που ήθελε να κάνει (και κυρίως να δει) ο Ορσον Γουέλς. Και κάπως - που ίσως είναι το πιο πικρό στην όλη υπόθεση - δεν έχει και καμία σημασία.