[Η ταινία προβάλλεται στο Netflix και με ελληνικούς υπότιτλους]
Δεν είναι η πρώτη φορά που το βραβευμένο με Γκονκούρ βιβλίο του Ρομέν Γκαρί μεταφέρεται στην οθόνη. Το 1977 δύο χρόνια μετά την έκδοση του, ο Μοσέ Μιζραχί σκηνοθέτησε το «Madame Rosa», δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Σιμόν Σινιορέ και κερδίζοντας το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Στην μεταφορά του Εντοάρντο Πόντι, ο οποίος είναι γιος της Σοφία Λόρεν και του παραγωγού Κάρλο Πόντι, η δράση μεταφέρεται από το Παρίσι της δεκαετίας του 70 στην Νάπολη του τώρα λαμβάνοντας υπόψη του τις εντάσεις και τις κοινωνικοπολιτικές αναταραχές που αφορούν τον κόσμο μας τώρα.
Ο χαρακτήρας της ηλικιωμένης επιζήσασας των στρατοπέδων συγκέντρωσης και πρώην πόρνης Μαντάμ Ρόζα παραμένει ίδιος, αλλά το νεαρό αγόρι που παίρνει υπό την προστασία της είναι τώρα όχι από την Αλγερία όπως στο βιβλίο και το φιλμ του 77, αλλά από την Σομαλία, έχοντας φτάσει στην Ιταλία διασχίζοντας την Μεσόγειο.
Μερικά πράγματα όμως δεν αλλάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν κι ανάμεσα σε αυτά μετράμε τις τύχες των κατατρεγμένων αλλά και την θεραπευτική δύναμη της αποδοχής, της κατανόησης και της αγάπης. Το φιλμ του Πόντι μιλάει ακριβώς για αυτά μέσα από μια απολύτως στρωτή και γραμμική αφήγηση, αλλά ακολουθώντας με προσοχή και σεβασμό τους μηχανισμούς ενός γλυκόπικρου δράματος δίχως ποτέ να βυθίζεται στον υπερβολικό μελοδραματισμό.
Και η Σοφία Λόρεν στηρίζει την ιστορία με την στόφα μιας σταρ παλιάς κοπής που ξέρει πόσο να τσαλακώσει την εικόνα της και πόσο να παίξει με την αύρα της ντίβας που κουβαλά και παραμένει μαγνητική ακόμη και στα 86 της και 11 χρόνια μετά την τελευταία εμφάνισή της στο σινεμά στο «Nine» του Ρομπ Μάρσαλ. Μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται ποτέ απ΄ότι φαίνεται, όπως το να είσαι καλή ηθοποιός, ή μια από τις τελευταίες μεγάλες σταρ του σινεμά.
Κι απέναντί της ο μικρός Ιμπραχίμα Γκουέγιε, στέκεται στο ύψος του ρόλου του ενώ μια σειρά από καλογραμμένους -και καλοκάγαθους- χαρακτήρες συμπληρώνουν το παζλ μιας ταινίας στην οποία οι συναισθηματικές εντάσεις και οι αφηγηματικές αγωνίες ανεβοκατεβαίνουν με τρόπο αναμενόμενο, αλλά όχι ενοχλητικό.
Το φιλμ του Πόντι είναι καλοφτιαγμένο και είναι και κινηματογραφικό, έχει τον αέρα ενός κλασικού δράματος με θετικό κοινωνικό πρόσημο και μοιαζει φτιαγμένο για να αρέσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές. Μια ταινία που μπορεί να μην φέρνει κάτι καινούργιο στο σινεμά του τώρα μα που είναι καλοδεχούμενη και γιατί όχι χρήσιμη σε έναν κόσμο όπου η αποδοχή και η αγάπη για τον άλλο δοκιμάζεται συχνά.