Ο Πολ παίρνει την οικογένειά του σε ένα ταξίδι στο Μεξικό για να επιθεωρήσει μια εξέδρα πετρελαίου που έχει η εταιρεία του. Μόλις βγουν εκεί, βρίσκει το μέρος σχεδόν εγκαταλελειμμένο με λίγους τρομαγμένους εργάτες που του λένε ότι η εξέδρα έχει δεχθεί επανειλημμένα επίθεση από έναν μεγαλόδοντα καρχαρία, ο οποίος είναι μέρος ενός μεξικανικού θρύλου. Με την εξέδρα να βυθίζεται σταδιακά στο νερό και τον καρχαρία να τους κυνηγά, πρέπει να βρει έναν τρόπο να κρατήσει την οικογένειά του ασφαλή, και να μείνει ζωντανός.
Για μια ταινία η οποία μιλάει για έναν μεγαλόδοντα καρχαρία ο οποίος τρομοκρατεί τα νερά του Μεξικού, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έχει τη δράση και το αίμα που ίσως κάποιοι θα περίμεναν. Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης της ταινίας, Εϊντριαν Γκρούνμπεργκ, αποφασίζει να τον αφήσει να κινείται στα σκοτεινά νερά του ωκεανού με ελάχιστες σκηνές πάνω από την επιφάνεια (όπου μόνο άβολα wtf προκαλεί παρά συναρπάζει), προτάσσοντας (ο θεός να τα κάνει) οικολογικά μηνύματα, αχρείαστα οικογενειακά δράματα και… μύθους των Αζτέκων, μπερδεύοντας τα γελοιωδώς σε μια ταινία η οποία ποτέ δεν καταφέρνει να πάρει μπρος.
Χωρίς καμία πρωτοτυπία, φλερτάροντας επικίνδυνα με τις πιο φτηνές τηλεοπτικές παραγωγές, με ανύπαρκτες ερμηνείες και με ένα σενάριο που, ακόμα και με τις όποιες ανατροπές του (sic) στο φινάλε, η ταινία φλερτάρει συνεχώς με τους όρους ενός b-movie χωρίς όμως να τους στηρίζει και είναι είναι γεμάτη από cringe στιγμές που ποτέ δεν φτάνουν τα επίπεδα του τόσου κακού που είναι καλού.
Χωρίς να έχει ούτε τα camp στοιχεία του «Sharknado» ούτε την απενοχοποιημένη διασκέδαση του «Meg» (δεν θα αναφερθούμε καν στα «Σαγόνια του Καρχαρία» για να μην ακουστεί ως ιεροσυλία), αυτός ο «Μεγαλόδοντας» βουλιάζει με τα μούτρα ακόμα και στα πιο ρηχά νερά της κινηματογραφικής αδιαφορίας.