«Είμαι στην ευχάριστη θέση να επαναλάβω το νέο πως, στην πραγματικότητα, πιάσαμε και σκοτώσαμε έναν μεγάλο κυνηγό που υποτίθεται ότι πλήγωσε κάποιους λουόμενους. Αλλα, όπως βλέπετε, είναι μια υπέροχη μέρα, οι παραλίες έιναι ξανά ανοιχτές και οι άνθρωποι περνάνε τέλεια. Amity, όπως ξέρετε σημαίνει "φιλία".»
Αν είδες για πρώτη φορά το «Jaws» όταν ήσουν παιδί, ξέρεις καλά πως την επόμενη φορά που βρέθηκες σε μια παραλία τίποτα δεν ήταν πλέον το ίδιο. Δεν έχει σημασία αν στο μέρος που έκανες διακοπές δεν είχε καρχαρίες. «Αυτά συμβαίνουν μόνο στiς ταινίες» (ή «μόνο στην Αμερική» που για πολλούς ήταν το ίδιο) σου έλεγαν οι γονείς σου για να σε καθησυχάσουν. Μόνο που εσύ μέσα σου ήξερες (ακόμη κι αν τότε δεν μπορούσες να το καταλάβεις) πως το «Jaws» δεν ήταν ποτέ μια ταινία για τους καρχαρίες. Ή μόνο για τους καρχαρίες.
To «Jaws» ήταν μια ταινία για μια χώρα που κολυμπούσε για χρόνια αμέριμνη στα ρηχά νερά του εγωισμού της, επιπλέοντας για πρώτη φορά πάνω στις απώλειες του παράλογισμού της. Το πρόσφατο βαθιά τραυματικό «τέλος» του πολέμου στο Βιετνάμ και το αποκαλυπτικό σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ που θα οδηγούσε στην παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον, αλλά και σε μια νέα ακόμη πιο σκοτεινή εποχή την Αμερική ήταν μόνο ένα κομμάτι μιας παράνοιας που δεν θα μπορούσε ποτέ να «εικονογραφηθεί» με καλύτερο τρόπο, παρά με αυτό το φρέσκο των αμέτρητων λουόμενων σε μια διαρκή, μετέωρη κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και τον απειλούμενο θάνατο (τους).
Το «Jaws» ήταν μια μετωπική επίθεση στο αιώνιο καλοκαίρι του Δυτικού Πολιτισμού που αγνοούσε (ή έκανε ότι δεν έβλεπε) για χρόνια το τέρας που μεγάλωνε ακριβώς κάτω από τα πόδια του. Η επανάσταση ενός ξεδιάντροπου νεαρού που ήταν τόσο σίγουρος - στην μόλις δεύτερη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία του - πως μπορούσε να διαβρώσει το αμερικάνικο όνειρο βγάζοντας την καθαρή. Μια ευθεία γραμμή που ένωσε το φανταστικό σινεμά των 50s με το βαθιά πολιτικό νέο αμερικάνικο σινεμά (και τα «Σαγόνια του Καρχαρία» ήταν μάλλον η πιο… αιχμηρή στιγμή του, φανερά υποτιμημένη ελέω entertainment και «σοβαροφάνειας» όσων δεν θα έδιναν ποτέ πολιτικό πρόσημο σε ένα action movie), τόσο σαρωτική, όμως, που υπήρξε ικανή να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε/κάνουμε/καταναλώνουμε ταινίες για πάντα.
Πριν, όμως, απ' όλα τα παραπάνω (και άλλα τόσα που μεγαλώνοντας μπορείς να δεις να κρύβονται μέσα στο αριστούργημα του Στίβεν Σπίλμπεργκ), το «Jaws» ήταν είναι και θα είναι μια ταινία για τους φοβίες που ακριβώς τη στιγμή που πιστεύεις ότι τις έχεις ξεπεράσει, επιτίθενται έτοιμες να ξεσκίσουν τις σάρκες σου. Ακόμη και όταν δεν βγαίνουν στην επιφάνεια για να δηλώσουν την παρουσία τους, βρίσκονται πάντα εκεί, στον ωκεανό της τακτοποιημένης ζωής σου έτοιμες να γεμίσουν με αίμα το (απέραντο) γαλάζιο της πλαστής ευτυχίας σου.
Ο μόνος τρόπος για να τις σκοτώσεις είναι να βγεις στα ανοιχτά, να βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο μαζί τους, αφήνοντας πίσω όλα τα παραμύθια με τα οποία μεγάλωσες, όλα τα κλισέ που σε κρατούσαν μέχρι σήμερα σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, έτοιμος να δεχθείς πως η ενηλικίωση μιας ολόκληρης γενιάς και μια ολόκληρης χώρας έρχεται μόνο με έναν τρόπο: μαζικά. Σαν τα πλήθη που θα τρέχουν πάντα για να ξεφύγουν από τον εφιάλτη στην σκηνή ανθολογίας του «Jaws» - και τα ίδια που πλημμύρισαν τις αίθουσες ορίζοντας το πρώτο blockbuster στην ιστορία του σινεμά.
Λίγο πριν συμφιλιωθεί οριστικά με τον «ξένο» μέσα μας (θα χρειαστούν έξι ακόμη χρόνια για να αγγίξουμε με το δάχτυλο την ίσως πιο συγκλονιστική σκηνή στην ιστορία του σινεμά), ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ελευθερώνει το τέρας εκεί έξω, προσπερνά με τον πιο ευρηματικό τρόπο τα ελαττωματικά χειροκίνητα ειδικά εφέ (δείχνοντας τον καρχαρία συνολικά για μόλις 4 λεπτά και παίζοντας περισσότερο με την οπτική του γωνία αλλά κυρίως την «απειλή» του - σε αγαστή συνεργασία με το αριστουργηματικό score του Τζον Γουίλιαμς) και, παίρνοντας το χρόνο του (με σκηνές διαλογικές που δεν συναντάς εύκολα σε μετέπειτα blockbusters), σκιαγραφεί μια (πατριαρχική) κοινωνία που περισσότερο από το θάνατο δεν ξέρει πώς να αποφύγει τη ζωή.
Η εξουσία (ο Δήμαρχος), η προστασία (ο αστυνομικός), η γνώση (ο επιστήμονας), η δράση (ο κυνηγός), όλοι (ερήμην) άντρες σε θέση «επιθετικού» θα στραφούν απέναντι στη φύση με μια σχεδόν κυνική (κι όμως αφοπλιστική) παιδικότητα, γνωρίζοντας βαθιά μέσα τους πως αυτό που σκοτώνουν στο τέλος της ταινίας δεν είναι (σίγουρα μόνο) ένας καρχαρίας, αλλά ένα κληροδότημα φτιαγμένο σχεδόν από ανθρώπινο χέρι - μια ανωμαλία στον κύκλο της ζωής (και του θανάτου) που επιβάλλει αλλαγή πλεύσης, ικανό τιμονιέρη (βλ. Πρόεδρο των ΗΠΑ ή ηγέτη γενικά) και μια ενηλικίωση που έκτοτε συνδέθηκε άρρηκτα, όπως όφειλε εξαρχής, με το «μέγεθος».
Το κλασικό «Θα χρειαστούμε μια μεγαλύτερη βάρκα» δεν ήταν μόνο ένα κλείσιμο του ματιού στο θρασύ ρεαλισμό μιας ταινίας που τρόμαξε περισσότερο απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς τους θεωρητικούς της εποχής, αλλά μια - η πιο θαρραλέα - δήλωση ειλικρίνειας απέναντι στο τέλος. Το τέλος της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο σινεμά ως τέχνη και entertainment, το τέλος της υποκρισίας μιας ολόκληρης γενιάς απέναντι στις ανοιχτές - γευστικό δόλωμα για τα… σαγόνια - πληγές της, το τέλος της αθωότητας που όσο νωρίς έρθει στη ζωή σου, τόσο πιο γρήγορα μπορείς να αντιμετωπίσεις ελεύθερος από φοβίες ό,τι ακολουθεί.
Αν δεν είδες το «Jaws» όταν ήσουν παιδί, το μόνο σίγουρο είναι πως έχασες μια μοναδική ευκαιρία να μεγαλώσεις. Και, δυστυχώς, το ξέρεις - όσο κι αν θες να πείσεις για το αντίθετο - πως τα καλοκαίρια σου υπήρξαν αφόρητα βαρετά.