Γυρισμένο ανάμεσα στον «Κλέφτη Ποδηλάτων» και το «Umberto D.», το «Θαύμα στο Μιλάνο» διαφέρει μόνο αισθητικά με τη νεορεαλιστική ματιά των δύο μεγάλων αριστουργημάτων του Βιτόριο Ντε Σίκα.

Παρά τη προφανή του «φανταστική» βάση, αλλά και τη διαρκή του διάθεση να μοιάζει με ένα «παιχνίδι» (μην γελαστείτε, όχι μόνο κινηματογραφικά), παραμένει, σχεδόν όσο και την εποχή που γυρίστηκε, μια μοναδική, ανένταχτη περίπτωση (τελικά) πολιτικού σινεμά που επιστρέφει στις απαρχές της ίδιας της τέχνης της αφήγησης προκειμένου να γίνει από μόνο του ένα παραμύθι-αρχέτυπο, έως και μανιφέστο, για τον τρόπο με τον οποίο το καλό μπορεί να νικήσει - ή, και πιο σημαντικό, να γλιτώσει, από το κακό.

Μια σκηνή στην αρχή της ταινίας δίνει το στίγμα για οτιδήποτε θα ακολουθήσει σε αυτήν την (σχεδόν) θρησκευτική παραβολή που μοιάζει περισσότερο με μια ιστορία που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, παρά κάτι που συνέβη στ’ αλήθεια κάποτε στο Μιλάνο. Αφού έχει βρει ένα νεογέννητο ανάμεσα στα λάχανα στον κήπο της, μια ηλικιωμένη κυρία μεγαλώνει το μικρό αγόρι διδάσκοντας του πως ολόκληρη ζωή δεν είναι παρά ένα παιχνίδι. Αντί να το μαλώσει επειδή άφησε το γάλα να βράζει και χύθηκε στο πάτωμα, θα φτιάξει με το χυμένο γάλα ένα παιχνίδι για να παίξουν μαζί. Και κάπως έτσι ο Τοτό θα μάθει πως δεν υπάρχει τίποτα κακό, στραβό ή ανάποδο που δεν μπορείς να του φερθείς με μια παιχνιδιάρικη διάθεση, μια διάθεση δηλαδή εκτός της νόρμας, αναρχική οριακά, μια επικάλυψη παιδικότητας πάνω στην κυνικότητα, μια επίθεση καλοσύνης πάνω στο απόλυτο κακό.

Και κάπως έτσι θα ζήσει και θα μεγαλώσει στο ορφανοτροφείο όταν η θετή του μητέρα θα πεθάνει, έτσι θα γίνει μέλος της κοινότητας των άστεγων που ζουν σε μια αλάνα στο κέντρο στο Μιλάνο, έτσι θα πορευτεί ευγενής και καλοσυνάτος όταν οι ιδιοκτήτες του οικοπέδου θα διώξουν την «οικογένεια» του προκειμένου να χτίσουν το μέλλον της πόλης, έτσι θα γίνει ο μεγάλος ήρωας τόσο της καθημερινότητας όσο και του... θαύματος, όταν ένα περιστέρι που θα του στείλει η «μαμά» του θα κάνει - για πρώτη φορά - πραγματικότητα την κοινωνική δικαιοσύνη, την ευτυχία των απόκληρων, το χαμόγελο στα πρόσωπα ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα, ώστε να τους ενδιαφέρει να το χάσουν.

Σε ένα σχεδόν φελινικό - αν και η χορογραφία αγγίζει περισσότερο τον Τσάπλιν και τις απαρχές του σινεμά - roller coaster, ο Ντε Σίκα τοποθετεί στη σκηνή (την εγκαταλελειμμένη αλάνα όπου έχει στηθεί η αυτόσχεδια παραγκούπολη των φτωχών) τους μεγάλους ήρωες μιας καθημερινότητας που δεν είναι μόνο η μεταπολεμική Ιταλία, αλλά και ένας κόσμος στο περιθώριο που ζητάει επιτέλους πρωταγωνιστικό ρόλο και στήνει μια παράσταση που αποτελείται από μικρές ή μεγάλες πράξεις καλοσύνης, από τη διαρκή σύγκρουση του κέρδους κόντρα στην ανθρώπινη επιβίωση, τη διάθεση να μπορείς να αποδράς από όλα (υλικά και μη) όσα σε κρατούν με τα πόδια δεμένα στη γη.

Ενδίδοντας και ο ίδιος στην παιχνιδιάρικη διάθεση με την οποία βλέπουν οι ήρωες του τη ζωή, ο Ντε Σίκα πειραματίζεται με ειδικά εφέ της εποχής που μπορεί να προδίδουν την ταινία στη σημερινή θέαση της, αλλά της προσδίδουν μια ακόμη πιο vintage αξία, ειδικά στις σκηνές με τις αχτίδες του ήλιου που μοιάζουν να προέρχονται από ένα πρώιμο εξπρεσιονιστικό animation φτιαγμένο για να περιγράψει το τέλος του κόσμου.

Ναι, το «Θαύμα στο Μιλάνο» παρά τη φαινομενική του φωτεινή καρδιά, παραμένει σε όλη τη διάρκεια του μια σκοτεινή ταινία, αφού μοιάζει και το ίδιο να μετατρέπεται σε μια ασπίδα «καλού» απέναντι σε μια κοινωνία που χάνει οριστικά την πίστη της. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα παράδοξο (μεταμοντέρνο) λάιτ μοτίφ, άνθρωποι μετρούν μέχρι το άπειρο, κάνουν πολλαπλασιασμούς και μαθηματικές πράξεις, την ίδια στιγμή που το μόνο που μετράει για τον Ντε Σίκα είναι η ανθρώπινη ζωή.

Στην ευθεια γραμμή που ενώνει τις τρεις αυτές ταινίες των αρχών του ’50, το «Θαύμα στο Μιλάνο» είναι αυτό που είναι λιγότερο επικεντρωμένο σε κάποιον ήρωα (σε αντίθεση με το ζευγάρι του πατέρα - γιου στον «Κλέφτη Ποδηλάτων» και του ηλικιωμένου άντρα στο «Umberto D.») γιατί εδώ η παραβολή, χριστιανική ή και με αναφορά στον Κάρολο Ντίκενς, σίγουρα με κλείσιμο ματιού στο «Ζήτημα Ζωής και Θανάτου» των Πάουελ και Πρεσμπέργκερ, σε κάθε περίπτωση μια διακήρυξη που αφορά περισσότερο μια ολόκληρη κοινωνία που αναζητά το θαύμα, για να μπορέσει να συνεχίσει να επιβιώνει κοντρά σε όλους και όλα.