H soul μουσική τους ανήκει. Γιατί... «οι Ιρλανδοί είναι οι μαύροι της Ευρώπης. Οι Δουβλινέζοι οι μαύροι της Ιρλανδίας. Και εμείς, οι Βόρειοι Δουβλινέζοι, οι μαύροι του Δουβλίνου». Ετσι δικαιολογεί ο «μάνατζερ» Τζίμι Ράμπιτ, ένας άνεργος 25χρονος νεαρός, σε όσους μάτωσε για να μαζέψει στην μπάντα που οραματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 80, την επιλογή του ρεπερτορίου τους: Τζέιμς Μπράουν, Oτις Ρέτινγκ, Μέρι Γουέλς, Αλ Γκριν, Σαμ Κουκ, Γουίλσον Πίκετ. Κολλημένος με τη μουσική από μικρός, ο Τζίμι έψησε δυο φιλαράκια, γειτονόπουλα που ήξεραν κάποιο όργανο, τρεις παλιές συμμαθήτριες που θυμόταν από τη σχολική χορωδία, και μερικά χαμένα κορμιά που βρήκε από αγγελίες και δημιούργησε τους «Commitments».

Παρακολουθώντας τους να κάνουν αιματηρές πρόβες σε μια παλιά αποθήκη, και να ερμηνεύουν σε μπιλιαρδάδικα, παμπ και δημοτικές λέσχες, όσο προσπαθούν να εξισορροπήσουν την πραγματική ζωή στις ουρές της ανεργίας, τις φάμπρικες και τις εργατικές κατοικίες, καταλαβαίνουμε ότι ο Τζίμι είχε δίκιο: η soul μουσική ήταν πάντα ταξική. Και ξέρει να ερμηνεύει τον νταλκά, το πάθος, αλλά και τα όνειρα όσων ζουν στο περιθώριο. Θα μπορέσουν οι Commitments να υπογράψουν με μια μεγάλη δισκογραφική εταιρία; Να επιτύχουν, να γίνουν διάσημοι, να ξεφύγουν από τις φτωχογειτονιές και την working class μοίρα τους;

Οταν ακουμπήσει κανείς τη βελόνα στο βινύλιο ενός soul δίσκου αυτό που βγαίνει από τα ηχεία είναι πράγματι ψυχή - πνευστά, πλήκτρα, φωνητικά που ανεβάζουν άμεσα τη διάθεση, την ενέργεια, το ρυθμό, τη θερμοκρασία. Αυτό κάνει, από την πρώτη μέχρι την τελευταία της σκηνή, και η -κλασική πλέον- ταινία του Αλαν Πάρκερ («Εβίτα», «Δαιμονισμένος Άγγελος», «Το Εξπρές του Μεσονυχτίου», «Ο Μισισιπής Καίγεται»). Μπορεί να διαπραγματεύεται πολύ σοβαρότερα θέματα, ως ένα αυθεντικό κινηματογραφικό πορτρέτο της ιρλανδικής ανεργίας και των αδιέξοδων ζωών στις φτωχικές συνοικίες του Δουβλίνου, όμως τίποτα δεν είναι θλιβερό, κυνικό, νταουνιάρικο. Καθόλου τυχαία, ο Πάρκερ κινηματογραφεί με τριπόδι τη δραματουργία, αλλά παίρνει τις (πολλαπλές, για να καταγράφουν αυθόρμητα και ταυτόχρονα) κάμερες στον ώμο στα live - σε μια πιο άμεση, δυνατή, «ντοκιμαντερίστικη» προσέγγιση.

Βασισμένοι στο ομότιτλο βιβλίο του Ρόντι Ντόιλ, οι σεναριογράφοι οι Ντικ Κλέμεντ και Ίαν Λα Φρενέ πρόσθεσαν άφθονες -cult πλέον- ατάκες, κοφτερή κοινωνική σάτιρα και μπουφόνικη κωμωδία. Κι όσο ο Πάρκερ κρατά το φακό του ανοιχτό στο αδιέξοδο της φτώχειας, τόσο ζουμάρει και στην τρέλα της νιότης, τόσο ανεβάζει και τον ήχο και την ψυχική ευθυμία με τις διασκευές θρυλικών soul κομματιών που ακούγονται ολόκληρες και συναγωνίζονται τις αυθεντικές μαύρες ηχογραφήσεις. Κάπως έτσι, το αποτέλεσμα κινείται ανάμεσα στην πολιτική, working class κωμωδία (αλά «Full Monty», «Billy Elliot», «The Damned United») και το χαβαλεδιάρικο, politically incorrect, αθυρόστομο, «Blues Brothers» μιούζικαλ.

Βλέποντάς το ξανά μετά από 35 χρόνια διαπιστώνει κανείς την all-star δυναμική του καστ (πολλοί ερασιτέχνες μουσικοί που ο Παρκερ εξάντλησε σε δίμηνες πρόβες). Ο Τζίμι είναι ο ηθοποιός και μουσικός Ρόμπερτ Αρκινς. Ο παθιασμένος με τον Ελβις, φωνακλάς, αξιαγάπητος πατέρας δεν είναι άλλος από τον Κολμ Μίνεϊ («Star Trek: The Next Generation»). O τζίντζερ κιθαρίστας κολλητός, ο μετέπειτα rock star (και πρωταγωνιστής του οσκαρικού «Οnce») Γκλεν Χάνσαρντ. H back-up singer "Μπέρνι", η Μπρόνα Γκάλαχερ («Pulp Fiction», «Star Wars», «Derry Girls»). Ομως φυσικά, την παράσταση κλέβει ο άξεστος, βρωμόστομος «Ντέκο» - ο απίστευτα απολαυστικός και ταλαντούχος frontman της μπάντας, που τον ερμήνευσε σαρωτικά ο Αντριου Στρονγκ κι έμεινε άρρηκτα συνδεδεμένος με το ρόλο.

Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας όμως, ίσως να είναι ότι έγραψε τόσο δυνατά στο συλλογικό υποσυνείδητο που νομίζουμε ότι αυτή η μπάντα υπήρξε στ' αλήθεια. Δεν είχαμε καμία τύχη απέναντι σε αυτούς τους γοητευτικούς, αλητάμπουρες καλικάντζαρους. Θα τους ερωτευόμασταν, θα τους κλείναμε στη soul ψυχή μας για πάντα.

Οταν ξαναπροβλήθηκε για την 20η της επέτειο, οι Commitments έκαναν reunion στο Δουβλίνο για ένα μοναδικό live. Συμπτωματικά, ήταν η βραδιά που η Ιρλανδία κέρδιζε την Αγγλία στον τελικό πρωταθλήματος ράγκμπι. Κι αυτό ήταν συμβολικό και για το στίγμα που έχει αφήσει αυτή η κινηματογραφική παρέα αντιηρώων στην ιστορία: φτιαγμένη από Βρετανούς, χρηματοδοτούμενη από Αμερικάνους, η ταινία είναι καθαρόαιμα, αδιαπραγμάτευτα, ευφορικά, αντάρτικα Ιρλανδική.