Το λέει ο πάτερ στην αρχή της ταινίας, στην εκκλησία, μαζί με τη Θεία Μετάληψη: Ακόμα και της Μαρίας Μαγδαληνής οι αμαρτίες συγχωρέθηκαν, επειδή αγάπησε πολύ. Σωστό; Λάθος; Τι σημασία έχει, όταν ο Φρανσουά Οζόν, με την πολυμορφική καριέρα που πιάνει από τις «8 Γυναίκες» και την «Πισίνα» ως το «Θέλημα Θεού», το «Καλοκαίρι του '85» και τον «Peter Von Kant» μπορεί να φτιάξει μια τόσο δαιμόνια, σαρκαστική, αλλά και με ψήγματα βαθύτατης αγάπης, ιστορία για τις ηρωίδες και τους ήρωές του που δεν αναζητούν τίποτε άλλο παρά να ζήσουν - όμορφα.
Το περιβάλλον είναι μαγευτικό. Ενα μικρό γαλλικό χωριουδάκι στη γαλλική εξοχή, κοντά στο Μπορντό. Εκεί η Μισέλ έχει αποφασίσει να περάσει το φθινόπωρο της ζωής της. Κι είναι είναι πάντα, μα πάντα, φθινόπωρο. Η τσουχτερή ψύχρα αντιμετωπίζεται με ολόμαλλες κουβερτούλες και ζακέτες, το δάσος είναι πυκνό και γεμάτο χρυσοκόκκινα πυκνά φυλλώματα, μια βόλτα σου ανοίγει τα πνευμόνια και σου φτιάχνει τη διάθεση, εκεί η Μισέλ μπορεί να μαζέψει τις δικές της κολοκύθες και αμέσως να τις κάνει μια εκπληκτική σούπα με λίγη κρεμ φρες και τριμμένο τυρί, εκεί και να μαζέψει μανιτάρια και να τα μαγειρέψει για την κόρη, Βαλερί και τον εγγονό της, Λουκάς, που έρχονται επίσκεψη. Τραγωδία. Η Βαλερί, η οποία ποτέ δεν έχει μπορέσει να αποδεχτεί το συζητήσιμο παρελθόν της μητέρας της, θα πάθει τροφική δηλητηρίαση, θα ρίξει στη μητέρα της τις ευθύνες μιας ζωής και θα της απαγορεύσει να ξαναδεί τον μικρό Λουκάς. Η αδελφική φίλη της Μισέλ, η Μαρί-Κλοντ, θα προσπαθήσει να την παρηγορήσει, ενώ ο γιος αυτής, ο άρτι αποφυλακισθείς Βενσάν, θα προχωρήσει λίγο περισσότερο, αναλαμβάνοντας δράση για να κάνει τη Μισέλ χαρούμενη. Κι έτσι η γιαγιά Μισέλ, με τη βγαλμένη από παραμύθι όψη, θα χρειαστεί για άλλη μια φορά στη ζωή της ν' αναμετρηθεί με τη ζωή, με τα δικά της όπλα, ήσυχα και όμορφα και ατσάλινα.
Το σενάριο του Οζόν, όπως και σε πολλές ταινίες του σκηνοθέτη, παίρνει ελευθερίες μη πειστικές, επικεντρώνεται σε στοιχεία φλύαρα, αγκαλιάζει μαζί τον Σιμενόν και τον Σαμπρόλ και γεννά τον υπερβατικό και μάλλον φαντεζί καρπό του κοινού τους έργου. Την ίδια στιγμή, πάλι όπως και σε πολλές ταινίες του, ο Οζόν χτίζει μια ατμόσφαιρα που ισοσκελίζει την τραγικότητα με σκανταλιάρικο χιούμορ, που γεμίζει την πιο φωτεινή, ζεστή ανθρώπινη στιγμή με αβυσσαλέο σκοτάδι κι αυτό το στοιχείο δίνει κι εδώ μια μακάβρια, σχεδόν απολαυστική, αίσθηση.
Η Ελέν Βενσάν που τόσο συχνά έχουμε δει σε συνοδευτικούς ρόλους, εδώ συναρπάζει ως πρωταγωνίστρια, με το μικροκαμωμένο της κορμί, την πληθωρική (κατάλοιπο του παρελθόντος που λέγαμε) κόμμωση και το διαπεραστικό βλέμμα που εστιάζει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε ό,τι μόνο για εκείνη είναι σημαντικό. Δίπλα της, η Ζοζιάν Μπαλασκό έχει τη γνώριμη στιβαρότητα και φυσικότητα, αλλά ειδικά ο Βενσάν Περέν ενσαρκώνει εθιστικά ένα ρόλο γεμάτο αντιθέσεις, έναν άγαρμπο γκαφατζή με χρυσόμαυρη καρδιά. Δίπλα σ' αυτούς τους υπερβολικούς και όμως αξιαγάπητους ήρωες, οι μεταφυσικές σεκάνς (γιατί ναι, η ταινία έχει κι απ' αυτές), περιττεύουν και χαλούν και τη συνοχή του σεναρίου.
Κυρίως, όμως, ο Οζόν, πέρα από τη φόρμα και το ύφος, με τα πυροτεχνήματα και τα ατοπήματά τους, καταφέρνει να δημιουργήσει μια νέα, φθινοπωρινή και προστατευμένη από τα φυλλώματα του δάσους οικογένεια, μακριά από κάθε προκατάληψη και κάθε πρόθεση εκμετάλλευσης. Να μιλήσει για επιλεκτικές συγγένειες, για τη συγχώρεση που παίρνεις όχι από τους άλλους, αλλά από τον εαυτό σου, τη σχετικότητα στην ηθική, την ανάγκη να μην πληρώνεις απαραίτητα για το χτες σου, αλλά να βρίσκεις τρόπους να χαίρεσαι το σήμερά σου. Ειδικά όταν αγαπάς πολύ, τόσο που αυτό να δικαιώνει τα πάντα.