Σε μια από τις πιο συνταρακτικές στιγμές στην ιστορία του σινεμά, ο συνταξιούχος Ουμπέρτο Ντομένικο Φεράρι, μόνος, χωρίς χρήματα, στα πρόθυρα της έξωσης, θα σταθεί στην άκρη του δρόμου και θα δοκιμάσει να απλώσει το χέρι του όπως ένας επαίτης. Αν αυτή είναι η στιγμή της πλήρους εξαθλίωσης του ή η μοναδική του ελπίδα να παραμείνει ζωντανός, είναι κάτι που δεν θα μάθει ποτέ. Οταν ένας περαστικός θα βάλει το χέρι στην τσέπη για να του δώσει ένα κέρμα, ο Ουμπέρτο θα τραβήξει το χέρι του από ντροπή και θα επιστρέψει, με το κεφάλι ψηλά, στη μοναχική του διαδρομή προς το άγνωστο, ένας ακόμη ανώνυμος περαστικός Ουμπέρτο (με μοναδικό διακριτικό του το Nτ. στον τίτλο της ταινίας που καθολικοποιεί τον ήρωα του) που όταν φύγει από αυτόν τον κόσμο δεν θα λείψει παρά σε ελάχιστους.

Ο Ουμπέρτο Ντ. θα φτάσει ένα βήμα πριν το τέλος της αξιοπρέπειας, όχι μόνο επειδή το κράτος αρνείται να αυξήσει τη μηδαμινή σύνταξη που του δίνει και η οποία δεν φτάνει για να πληρώνει το γεμάτο μυρμήγκια δωμάτιο που νοικιάζει στο κέντρο της πόλης. Θα φτάσει σε αυτό το σημείο που θα δοκιμάσει την ίδια του την υπόσταση, κυρίως, γιατί η κοινωνία η οποία ζει στη φούσκα του μεταπολεμικού ονείρου τον αντιμετωπίζει ως ένα αναγκαίο κακό: το κράτος τον θεωρεί «οικονομικό» βάρος, οι καλοβαλμένοι γείτονες του, εκπρόσωποι ενός ανάλγητου κυνισμού, δεν διανοούνται ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μόνο από τη σύνταξη τους και η φαντασμένη σπιτονοικοκυρά του δεν ανέχεται πλέον να περιμένει να την ξεχρεώσει.

Ο Ουμπέρτο Ντ. δεν ζητάει, όμως, παρά τα απολύτως απαραίτητα. Λίγη τροφή για τον πιστό του σκύλο, Φλάικ, λίγο σεβασμό από ανθρώπους τους οποίους υπηρέτησε με αφοσίωση ως δημόσιος υπάλληλος για 30 χρόνια και ένα μίνιμουμ ζωής που η μοναδική του πολυτέλεια είναι μερικές στιγμές ειλικρινούς συντροφιάς με τη νεαρή υπηρέτρια της σπιτονοικοκυράς του που τον φροντίζει και μοιράζεται μαζί του τις αισθηματικές της περιπέτειες όσο η κυρία της δεν προσέχει. Το φαγητό του σκύλου όμως κοστίζει και έτσι ο Ουμπέρτο αναγκάζεται να ξεγελά το συσσίτιο των άπορων για να εξασφαλίσει λίγα αποφάγια για τον Φλάικ. Οι άνθρωποι ξεχνούν γρήγορα όσους μεγαλώνουν, τοποθετώντας τους από νωρίς στο περιθώριο. Και η καλοσύνη της νεαρής Μαρίας δεν αρκεί όταν όλα όσα ήξερε ως ζωή του μέχρι σήμερα ο Ουμπέρτο Ντ. κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα.

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη νεορεαλιστική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα - ακόμη και από το αριστουργηματικό «Κλέφτης Ποδηλάτων», το «Umberto D.» είναι η πεμπτουσία ολόκληρου του ρεύματος του νεορεαλισμού στην πιο λιτή, απέρριτη, τολμηρή, πολιτική, συγκλονιστική του στιγμή.

Η μορφή του ερασιτέχνη καθηγητή Κάρλο Μπατίστι που υποδύεται τον Ουμπέρτο με σπαραξικάρδια αφοπλιστικότητα, η γενναιόδωρη ησυχία με την οποία αντιμετωπίζει το «θόρυβο» γύρω του, ο τρόπος με τον οποίο θα προσπαθήσει να σώσει αρχικά το σκύλο του και στη συνέχεια να τον «χαρίσει» σε μια πλούσια οικογένεια προκειμένου να ζήσει, τουλάχιστον αυτός, ευτυχισμένος, οι διαδρομές του μέσα στη Ρώμη που θυμίζουν ένα alter ego του Τσαρλς Τσάπλιν σε διαρκή (αργή λόγω ηλικίας) κίνηση, οι μικρές ανεπαίσθητες στιγμές μιας καθημερινότητας που υπό το βάρος της απειλής της απόλυτης ανέχειας μετουσιώνονται σε κατορθώματα ενός εν δυνάμει υπερήρωα που προσπαθεί να νικήσει το απόλυτο κακό.

Και μόνο αυτά, συμπυκνωμένα στην περήφανη θλίψη του βλέμματος του Ουμπέρτο Ντ., ακόμη πιο απροσποίητα εδώ από κάθε άλλη ταινία που τόλμησε να αγγίξει σχεδόν την ουσία του νεορεαλισμού, θα αρκούσαν για να τοποθετήσουν την ταινία στην κορυφή ενός ρεύματος που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να αποτελεί την κυρίαρχη οδό όταν μιλάμε για σινεμά κοινωνικό, πανανθρώπινο, επείγον.

Ο Βιτόριο Ντε Σίκα όμως, δεν σταματάει εκεί. Σίγουρος για τα υλικά που κάνουν την απλή ιστορία του ακαριαία οικουμενική και την ούτε για μια στιγμή λαϊκίστικη μελοδραματική της φύση απύθμενα συγκινητική, βαθαίνει το σχόλιο του τόσο ώστε να χαρτογραφεί μια Ιταλία (και μια Ευρώπη) κόντρα στο μεταπολεμικό όνειρο, όπου η ελπίδα έχει αντικατασταθεί από την απληστία και το όνειρο της παλινόρθωσης χτίζεται πάνω σε σαθρά, απάνθρωπα θεμέλια, δείχνοντας ταυτόχρονα και μια νέα γενιά (που ενσαρκώνει η νεαρή υπηρέτρια) που αποβάλλει από πάνω της τα πρέπει της υποκρισίας και του καθολικού καθωσπρεπισμού. Και κάπως έτσι το «Ουμπέρτο Ντ.» ενοχλεί, όσο ενόχλησε τότε τον υπεύθυνο για το σινεμά Τζούλια Αντριότι που κατηγόρησε τον Ντε Σίκα σχεδόν ως «εθνικό προδότη», επειδή κατέστρεφε την εικόνα μιας μεταπολεμικής ευδαιμονίας και όσο θα ενοχλούσε σήμερα τις ευδαιμονίζουσες ευρωπαϊκές και όχι μόνο κοινωνίες που η αντιμετώπιση τους απέναντι στην τρίτη ηλικία είναι το πιο ισχυρό δείγμα της αναλγησίας τους.

Λίγο πριν το φινάλε, ο Ντε Σίκα θα αγγίξει, σαν τον ήρωα του, το πιο σκοτεινό κομμάτι του νεορεαλισμού, παραδίδοντας ένα ολόκληρο κινηματογραφικό ρεύμα στο νομοτελειακό του φινάλε. Το πέρασμα ενός τρένου, τόσο κοντά στον ήρωα του, μοιάζει φαινομενικά με μια απονενοημένη πράξη, αλλά λειτουργεί ταυτόχρονα ως υπενθύμιση και προειδοποίηση για για τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο και του ανθρώπου πάνω στον ρεαλισμό.