«Requel: μια reboot ταινία, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως σίκουελ ενός παλιού κλασικού franchise, με νέους χαρακτήρες αλλά διαδραματίζεται στη συνέχεια της αρχικής ταινίας έτσι ώστε να επαναφέρει τους παλιούς χαρακτήρες που έχουν αγαπηθεί από όλους.» (Scream, 2022)

Για όσους δεν θυμούνται, αυτός είναι ο ορισμός των requels που, με αρκετή ευστοχία και φαντασία, καθιέρωσε το... requel του «Scream» το 2022. Η ταινία αυτή δεν ανανέωσε απλώς το franchise του Ghostface — το επανακαθόρισε, μιλώντας με ειλικρίνεια (και ειρωνεία) για το ίδιο το είδος του slasher, για τους fans, για τη μυθολογία και την ανάγκη συνέχειας μέσα στον κυκεώνα της αναβίωσης. Και κυρίως, κατάφερε να είναι τόσο «requel», όσο και ένα κανονικό, νευρικό, αιχμηρό θρίλερ.

Αντίθετα, το «Ξέρω τι Κάνατε Πέρσι το Καλοκαίρι» μοιάζει να διάβασε τον ορισμό του requel στο «Scream», τον υπογράμμισε με μαρκαδόρο, τον μετέφερε με copy–paste και μετά ξέχασε να γράψει τη δική του ιστορία.

Οταν πέντε φίλοι προκαλούν άθελα τους ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό ατύχημα, συμφωνούν να το κρατήσουν μυστικό, αντί να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες. Εναν χρόνο αργότερα, το παρελθόν επιστρέφει για να τους στοιχειώσει και αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν μια τρομακτική αλήθεια: κάποιος ξέρει τι έκαναν πέρσι καλοκαίρι... και είναι αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση. Καθώς ο ένας μετά τον άλλο, οι φίλοι καταδιώκονται από έναν δολοφόνο, ανακαλύπτουν ότι αυτό έχει ξανασυμβεί και στρέφονται για βοήθεια σε δύο επιζώντες της θρυλικής σφαγής του Σάουθπορτ το 1997.

Εδώ έχουμε ένα φιλμ που ξεκινά σαν reboot, ποζάρει ως σίκουελ και καταλήγει να είναι τίποτα από τα δύο. Η Τζένιφερ Κέιτιν Ρόμπινσον ακολουθεί τη συνταγή πιστά αλλά άψυχα: νέοι χαρακτήρες, το ίδιο τροχαίο, οι ίδιες ενοχές, ο ίδιος ψαράς-εκδικητής. Μόνο που αυτή τη φορά, όλα είναι λίγο πιο βαρετά, λίγο πιο προβλέψιμα, λίγο πιο ψεύτικα.

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, η ταινία κάνει ξεκάθαρο πως δεν την ενδιαφέρει να προτείνει τίποτα καινούργιο. Προσπαθεί να αναπαράγει σκηνές από το original του 1997, αλλά χωρίς το βάρος, την ένταση ή την αίσθηση απειλής. Ολες οι αναφορές και οι αισθητικές επιλογές λειτουργούν αποκλειστικά ως νοσταλγικά τσιτάτα: «θυμάσαι αυτή τη σκηνή; θυμάσαι εκείνο το βλέμμα;». Ναι, θυμόμαστε. Αλλά γιατί να το δούμε ξανά;

Από την άλλη, η σκηνοθεσία είναι ασφαλής και άτονη. Η Ρόμπινσον, που στο «Do Revenge» έδειξε πως μπορεί να παίξει με τα είδη, εδώ μοιάζει εγκλωβισμένη σε έναν κόσμο όπου το μόνο που έχει σημασία είναι να τιμηθεί το παρελθόν, όχι να ζήσει το παρόν. Οι φόνοι, το βούτυρο στο ψωμί του κάθε slasher, είναι μάλλον απογοητευτικοί: κανένα twist, καμία φαντασία, καμία ένταση, σαν να προσπαθούν περισσότερο να μην ενοχλήσουν παρά να σοκάρουν.

Οι ερμηνείες των νέων πρωταγωνιστών δεν ξεφεύγουν από το συνηθισμένο teen horror πρότυπο. Κανένας δεν καταφέρνει να κερδίσει το ενδιαφέρον του θεατή, ενώ η επανεμφάνιση της Τζένιφερ Λαβ Χιούιτ ως Τζούλι Τζέιμς και του Φρέντι Πρινζ Τζούνιορ ως Ρέι Ρόμπινσον, μοιάζει περισσότερο με marketing gimmick παρά με οργανική επιστροφή. Η Χιούιτ, όσο και αν προσπαθεί, πνίγεται μέσα σε ένα σενάριο που δεν της δίνει τίποτα ουσιαστικό να κάνει. Ο Πρινζ Τζούνιορ, αν και παίζει λίγο παραπάνω, περνά σχεδόν απαρατήρητος.

Και πίσω από όλα αυτά, η μόνιμη σκιά της νοσταλγίας. Oχι η θερμή, ούτε η στοχαστική, αλλά εκείνη η εμπορικά χειραγωγημένη, η παγιδευμένη σε ρετρό φίλτρα που παίζουν σαν απομεινάρια μιας εποχής που κάποιοι νοσταλγούν χωρίς να την έχουν ζήσει. Η ταινία δεν έχει τίποτα να πει πέρα από το «θυμάστε;» στους φανς του original, κάτι που επαναλαμβάνεται μέχρι να μην έχει καμία απολύτως σημασία.

Ολο το φιλμ μοιάζει σαν μια άσκηση πάνω στο τι θα μπορούσε να είναι ένα επιτυχημένο requel, αλλά χωρίς καμία ψυχή. Δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο, δεν υπάρχει αγωνία, δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης – μόνο ένας παραμορφωμένος καθρέφτης μιας εποχής που το ίδιο το σινεμά δείχνει να μην καταλαβαίνει πια. Οπως λέει και η ηρωίδα της Χιούιτ σε μια σκηνή «η νοσταλγία είναι υπερεκτιμημένη», κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει πιο εύστοχος επίλογος για μια ταινία που δεν κατάφερε να γίνει τίποτα περισσότερο από αυτό που νοσταλγεί.