[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής αναφέρεται μόνο σε πράγματα τα οποία έχουν αποκαλυφθεί από διάφορα τρέιλερ και φωτογραφίες. Eνδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]
Αν κάτι κατάφερε να κάνει το «Scream» του Γουές Κρέιβεν, 25 χρόνια πριν, ήταν όχι μόνο να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τις ταινίες τρόμου, ακόμα και σήμερα, αλλά και μέσα από το meta χιούμορ της, την αυτοσαρκαστική της διάθεση και φυσικά με τους εφευρετικούς και βίαιους θανάτους της, να επαναπροσδιορίσει το σχεδόν πεθαμένο είδος των slasher movies και να τα εγκαθιδρύσει ξανά ως το κυρίαρχο είδος των ταινιών τρόμου.
Ομως οι καιροί αλλάζουν, και μαζί τους και οι ταινίες τρόμου οι οποίες έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τα απλά κυνηγητά εφήβων από ένα μανιακό δολοφόνο και να οδηγήσουν το είδος σε ένα άλλο νέο επίπεδο elevated horror (από τον Τζόρνταν Πιλ μέχρι τον Ρόμπερτ Εγκερς κι ακόμη παραπέρα) αφήνοντας πίσω τα όποια slasher στοιχεία ως κάτι το πλέον παρωχημένο και αρκετά ξεπερασμένο.
Εξάλλου όπως πολύ σοφά είχε πει ο σερίφης Ντίουι στο αρκετά υποτιμημένο για την εποχή του «Scream 4» - που ούτε εδώ στο Flix μας άρεσε «η τραγωδία της μίας γενιάς είναι το αστείο της επόμενης».
Και να που η νέα ταινία «Scream» ίσως να έρχεται στην καλύτερη χρονική περίοδο για να σχολιάσει την τρέχουσα κατάσταση των ταινιών τρόμου αλλά και ολόκληρη την εμμονή του Χόλιγουντ με τα reboot, remake και σίκουελ, ή όπως τα χαρακτηρίζει η ταινία με τον όρο «requels» - μια reboot ταινία, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως σίκουελ ενός παλιού κλασικού franchise, με νέους χαρακτήρες αλλά διαδραματίζεται στη συνέχεια της αρχικής ταινίας έτσι ώστε να επαναφέρει τους παλιούς χαρακτήρες που έχουν αγαπηθεί από όλους.
(Ξαναδιαβάστε τον ορισμό του requel και αποστηθίστε τον γιατί θα σας χρειαστεί στο παρόν και στο μέλλον.)
25 χρόνια μετά τους αλλεπάλληλους βάναυσους φόνους που σόκαραν το φιλήσυχο Γούντσμπορο, ένας καινούργιος δολοφόνος βάζει ξανά την μάσκα του Ghostface και αρχίζει να ακολουθεί μία παρέα εφήβων, για να επαναφέρει μυστικά από το θανατηφόρο παρελθόν της πόλης.
Κλασική αφετηρία για να πιάσουμε τα πράγματα από την... αρχή.
Από την πρώτη κλασική σκηνή τηλεφωνήματος με τον Ghostface να τρομοκρατεί ένα ακόμα υποψήφιο θύμα λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι αρχής, το πέμπτο «Scream», το οποίο αφαιρεί το νούμερο 5 από τον τίτλο του έτσι ώστε αργότερα να σατιρίσει αρκετά έξυπνα τις ταινίες, και την ίδια, που κάνουν κάτι αντίστοιχο («είναι το 5ο στη σειρά, γιατί να το πεις απλά σκέτο «Scream», ποιον πας να κοροϊδέψεις;»), αφήνει στην άκρη το παιχνίδι «ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία τρόμου;» για να παίξει κάτι καινούργιο και εξίσου ενδιαφέρον: «πόσο καλά θυμάσαι την αρχική ταινία;»
Οι σκηνοθέτες Ματ Μπετινέλι-Ολπιν και Τάιλερ Γκίλετ, γνωστοί από το εξίσου υπέροχα διασκεδαστικό «Είσαι Ετοιμος;», τιμούν τις ταινίες του Κρέιβεν και την κληρονομία που έχουν αφήσει, σεβόμενοι πλήρως του κανόνες τους ενώ ταυτόχρονα προσθέτοντας τους δικούς τους οι οποίοι με αρκετό σεβασμό συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, κάνοντας έτσι την ταινία τους να μη μοιάζει ως μια ακόμα κακογραμμένη αντιγραφή. Παρόλα αυτά όμως δεν προσπαθούν αν αναβιώσουν το franchise, όπως έκανε ίσως το «Halloween» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, αλλά μέσα από τις όποιες αναφορές στις προηγούμενες ταινίες θέλουν να δείξουν σε μια νέα γενιά το τι σήμαιναν οι ταινίες αυτές για το σινεμά του τρόμου και το πόσο το επηρέασαν όλα αυτά τα χρόνια.
Ετσι η γενιά η οποία έχει μεγαλώσει με ταινίες όπως το «The Babadook», «Hereditary», «Get Out!», «The Witch» και άλλου τέτοιου είδους ταινίες τρόμου, όταν ένας μανιακός δολοφόνος αρχίζει το μακελειό, ψάχνουν όλοι μαζί τον τρόπο να επιστρέψουν στα παλιά και κλασικά, όπως τα ξέρουμε και τα εμπιστευόμαστε. Και εδώ είναι που οι Νιβ Κάμπελ, Κόρτνεϊ Κοξ και Ντέιβιντ Αρκετ μπαίνουν στο παιχνίδι δέκα χρόνια μετά την τελευταία ταινία, σα να μη πέρασε μια μέρα. Η χημεία τους υπάρχει ακόμα και είναι τόσο δυνατή όσο και από την πρώτη στιγμή, μόνο που αυτή την φορά κουβαλάνε μαζί τους όλο αυτό το συναισθηματικό φορτίο του παρελθόντος τους και αυτό φαίνεται τόσο στα πρόσωπά τους όσο και στις ερμηνείες τους. Και μπορεί κάποιες επιλογές τους και αντιδράσεις να μην «καθίσουν» ίσως τόσο καλά με τους φανς, αλλά η ταινία ξέρει πως να αντιμετωπίσει ακόμη κι αυτούς.
Αυτό που πετυχαίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η ταινία είναι πως δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα την τοξικότητα (!) που κυριαρχεί στις fandom κοινότητες κάποιου franchise και πως όλο αυτό επηρεάζει τις ταινίες αλλά και, κυρίως, τις ζωές των πρωταγωνιστών τους, με αναφορές στα «Halloween», τα «Star Wars» αλλά και το «Ghostbusters», ανάμεσα σε άλλα, σηκώνοντας επιδεικτικά το μεσαίο δάκτυλο στην όποια κριτική και βγάζοντας όλη αυτή την οργή και αγανάκτηση ελευθερώνοντάς την σε κάτι το πραγματικά πετυχημένα αστείο.
Τα «Scream» όλα αυτά τα χρόνια, ταινία με την ταινία, συνεχίζουν να επαναπροσδιορίζονται και να αυτοσαρκάζονται συνεχώς, ακόμα και μέσω των ίδιων των κλισέ τους που υπάρχουν κι εδώ. Μαζί όμως με αυτά υπάρχει και το πνεύμα του Γουες Κρέιβεν, η απενοχοποιημένη διασκέδαση όπου προσπαθείς να μαντέψεις τον δολοφόνο μέχρι και το τελευταίο λεπτό, οι αιματηροί θάνατοι, που εδώ ίσως να δείχνουν αρκετά πιο βίαιοι από ό,τι θυμόμαστε, αλλά και μια σειρά από χαρισματικοί νέοι που άνετα θα μπορούσαν να μπουν στη μακρά λίστα των θυμάτων του Ghostface.
Και ναι στο τέλος, όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό, ο Γουές θα είχε τις αντιρρήσεις του, αλλά θα ήταν πολύ περήφανος για αυτήν εδώ την ταινία.