Ξεκινώντας την πορεία του στο Φεστιβάλ του Sundance τον περασμένο Ιανουάριο και φέροντας την υπογραφή της A24, καθώς και του Μπάρι Τζένκινς («Moonlight», «Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε Να Μιλήσει») στην παραγωγή, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Εβα Βίκτορ (με πρωταγωνίστρια την ίδια), η οποία συστήθηκε στο ευρύ κοινό μέσα από τη συμμετοχή της στο τηλεοπτικό «Billions», δεν θα μπορούσε παρά να δημιουργήσει το buzz που ήδη έχει σημειώσει, αντίστοιχου βεληνεκούς του - επίσης ανεξάρτητων καταβολών - «Aftersun» της Σάρλοτ Γουελς (2022).
Ωστόσο, πέραν των πολλά υποσχόμενων προδιαγραφών που έχουν συνδεθεί άρρηκτα με την ταινία, συμβάλλοντας στο χτίσιμο του εκθετικά αυξανόμενου hype που την ακολουθεί, το «Sorry, Baby» αξίζει ποικιλοτρόπως την προσοχή μας. Και όχι απαραίτητα για τους προφανείς λόγους.
Χωρισμένο σε επιμέρους κεφάλαια, τα οποία παρουσιάζονται μη γραμμικά και εκτείνονται σε διάστημα πέντε χρόνων, το φιλμ χαρτογραφεί το χρονικό της διαχείρισης του τραύματος που υπέστη κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς του μεταπτυχιακού της η Αγκνες, μία νεαρή καθηγήτρια λογοτεχνίας. Το σοκ της αποκαθήλωσης του κακοποιητικού, τέως μέντορά της, η λανθάνουσα (;) ερωτική έλξη προς τη συγκάτοικο και καλύτερή της φίλη, ο αγώνας της για ουσιαστική συνειδητοποίηση του τι (της) έχει συμβεί, καθώς και η επιτακτική ανάγκη για συμφιλίωση με τον εαυτό της και την ενήλικη έκφανσή του, συνιστούν μερικές μόνο από τις προβληματικές με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπη.
Και κάπως έτσι, η Βίκτορ με τη σειρά της, θα χρησιμοποιήσει τόσο την πρακτική, όσο και την αλληγορική διάσταση των παραπάνω, προκειμένου να διερευνήσει όψεις του Γυναικείου Βιώματος, σε μία προσπάθεια αποτύπωσης της πολυπλοκότητας και των πολιτικών προεκτάσεών του.
Το κατά πόσο επιδέχεται κριτικής (από κινηματογραφική σκοπιά) μία ταινία που εξιστορεί το βίωμα μίας θηλυκότητας που έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά είναι συζητήσιμο δεδομένης της βαρύτητας που φέρει εγγενώς ο πυρήνας της. Στην περίπτωση της Βίκτορ δε, η - έβδομη - τέχνη αξιοποιείται ως μέσο (ανα)τροφοδότησης του δημόσιου διαλόγου γύρω από τα ζητήματα που επιλέγει να θίξει ως δημιουργός, πρόθεση που μόνο θετικά μπορεί να εκληφθεί. Παρ' όλ' αυτά, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τις θεματικές της εγείρει πολλαπλά ερωτήματα για το τι σημαίνει επί της ουσίας γυναικεία ματιά στο σινεμά, καθώς και για το τι θέλουμε εμείς ως κοινό να σημαίνει το 2025, διανύοντας ως ανθρωπότητα μία από τις πιο κοινωνικοπολιτικά φορτισμένες περιόδους της ύστερης νεωτερικότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο σύμπαν του «Sorry, Baby» η αφήγηση εγκλωβίζεται στα όρια του (στερεο)τυπικού εξαντλώντας τη δυναμική της στη συρραφή κλισέ σημείων αναφοράς, ενώ παράλληλα πασχίζει να προτάξει την προσωπική διάσταση του βιώματος της ηρωίδας, προσδίδοντας βάθος στην κατά τ' άλλα μονοσήμαντη και πρωτοεπίπεδη απεικόνισή του.
Και παρόλο που ο εύπεπτος και ποπ τρόπος με τον οποίο πλαισιώνει η Βίκτορ την ιστορία της Αγκνες αποτελεί ένα από τα πιο τρωτά σημεία της ταινίας, συγχρόνως μπορεί να λογιστεί και ως το πιο δυνατό της, λειτουργώντας σαν ένα άρμα που συμβάλλει στην πολιτ(ε)ι(α)κή αφύπνιση και κατ' επέκταση στην καλλιέργεια μίας, στοιχειώδους, φεμινιστικής συνείδησης και κουλτούρας. Το κατά πόσο η τελευταία περιορίζεται στη στεγνή αναπαραγωγή δημοφιλών όρων που καθιστούν τη ματιά μας στα πράγματα relevant, άνευ ουσιαστικής κατανόησης των συνολικότερων δομών, είναι μία άλλη ιστορία...
Σε κάθε περίπτωση, η αλά «Normal People» λογική που διέπει κάθε πτυχή της ταινίας, από τη φόρμα, μέχρι την υπαρξιακή της διάσταση σε συνδυασμό με το αμήχανο και ταυτόχρονα witty χιούμορ που είναι σταθερά παρόν στους διαλόγους, άπτεται μίας (κυριολεκτικά) σύγχρονης έκφανσης του indie σινεμά. Κι αυτό είναι από μόνο του κάτι. Εξάλλου, είτε το αντιμετωπίσουμε ως ειλικρινές (πολιτικό) απότοκο της εποχής του, είτε ως «προϊόν» της, το «Sorry, Baby» αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πιο ενδεικτικά φιλμικά κείμενα των τελευταίων ετών ως προς την κατεύθυνση του female gaze στον ανεξάρτητο κινηματογράφο (και όχι μόνο).