Οταν το φεγγαρόφωτο, μάς λέει ο Μπάρι Τζένκινς, διασκευάζοντας το θεατρικό έργο του Ταρέλ Αλβιν ΜακΚρέινι, πέφτει πάνω στο μαύρο δέρμα, το κάνει να φαίνεται μπλε. Γιατί στο «Moonlight», τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, τίποτα δεν περιορίζεται στο πλαίσιο που έχει προκαθοριστεί γι’αυτό.

Ενας σκηνοθέτης μπροστά στη δεύτερη, μόλις, μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Medicine for Melancholy» του 2008, ο Μπάρι Τζένκινς κι ένας αιχμηρός νέος θεατρικό συγγραφέας, ο Ταρέλ Αλβιν ΜακΚρέινι, βρήκαν απρόσμενα κοινό τόπο αναφοράς: μεγάλωσαν κι οι δυο στο γκέτο του Μαϊάμι στις αρχές του ’90, και οι δυο παιδιά μαμάδων εθισμένων στο κρακ. Και από αυτό το καθοριστικό κοινό τους βίωμα γεννήθηκε μια ταινία που ξετυλίγεται σ’ αυτό το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο, αλλά τόσο πολύ ξεπερνά τις προσδοκίες σου γι’ αυτήν.

Το «Moonlight», υποψήφιο για 8 Οσκαρ σε βασικές κατηγορίες, είναι μια ιστορία που στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα γινόταν εύκολα ένα μίζερο δράμα. Είναι η ιστορία ενός μικρού μαύρου αγοριού που του αρέσουν τ’ αγόρια και που μεγαλώνει στο πιο σκληρό, βίαιο, επιθετικό περιβάλλον, προσπαθώντας να επιβιώσει, όχι αλλάζοντας την ταυτότητά του, αλλά παρατηρώντας τη να μεταβάλλεται με ενστικτώδη περιέργεια.

Η ταινία ξεδιπλώνεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, το αγοράκι, ο Σαϊρόν, ο «Little», διεκδικεί την αγάπη της μητέρας του που νοιάζεται περισσότερο για το επόμενο φιξ της και απορεί γιατί τον τραμπουκίζουν οι συμμαθητές του: στο πρόσωπο του ντίλερ της γειτονιάς του θα βρει την πατρική φιγούρα που αναζητά. Στη δεύτερη, την πιο προφανή και προβλέψιμη, ο έφηβος Σαϊρόν μαθαίνει ν’ απαντά στη βία με βία και να πληρώνει γι’ αυτό. Ενώ στην τρίτη, ο ενήλικος Σαϊρόν, ο «Black», έχει φορέσει τα χαρακτηριστικά που θεωρεί ότι του μοίρασε η μοίρα, αλλά με την πιο αφοπλιστική, ανυψωτική ειλικρίνεια απέναντι στις επιθυμίες του.

Ο Τζένκινς βάζει το κοινό του μεμιάς σ’ ένα εντελώς άγνωστο, δυσπρόσιτο πολιτισμικά σύμπαν και μεμιάς καταρρίπτει τα όρια. Η ταινία του μοιάζει να στήνεται τόσο βιωματικά και ενστικτωδώς που από τα πρώτα της λεπτά αγγίζει κάθε θεατή βαθειά και συνεχίζει να τον κρατά με τρυφερότητα και πάθος, απευθυνόμενη στις αισθήσεις και στο συναίσθημα κι όχι στην εκλογίκευση και στο νου. Επιλέγοντας, δραματουργικά, συγκεκριμένες και λίγες στιγμές από τη ζωή του ήρωα, αυτές μοιάζουν στην περιγραφή τους στερεοτυπικές, εμβληματικές, φορτωμένες. Είναι όμως η απήχησή τους τόσο πηγαία και καθολική, που όποιος έχει ποτέ αναρωτηθεί αν ταιριάζει κάπου και πού είναι αυτό, αντανακλαστικά ταυτίζεται με το μικρό μαύρο gay αγόρι απ’ το Μαϊάμι.

Καθώς το machismo των γκάνγκστερ συγκρούεται μ’ έναν ακαταμάχητο, συνεσταλμένο αλλά διαπεραστικό ρομαντισμό, η γεμάτη αντιθέσεις ταινία φέρνει κοντά την αισθητική του Εντουαρντ Χόπερ, με την ανάμνηση από το «George Washington» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν και τη σωματική, σεξουαλική ζεστασιά του μοντέρνου R’n’B. Η κάμερα του Τζένκινς και του (υποψήφιου για Οσκαρ) Τζέιμς Λάξτον, κινείται αδιάκοπα, αργά, κυκλικά, μόνο στο χέρι, γύρω από τους ήρωές του, χορεύοντας μαζί τους καθώς καταστρέφονται κι ανασυντίθενται σε κάτι καινούριο και καλύτερο. Οι απρόσμενες μουσικές επιλογές, από διασκευασμένο Μότσαρτ δια χειρός Νίκολας Μπρίτελ, μέχρι Ντεβέντρα Μπάνχαρτ και Goodie Mob, με τη μελωδικότητα μιας κόρνας και την ανακούφιση του mute στις έξαλλες, θυμωμένες φωνές, στήνουν το αθεράπευτα, απροκάλυπτα λυρικό ντεκόρ που γεμίζει με τα βαθειά πορτοκαλί και τα μοβ και τα μπλε μιας δύσης που αρνείται να σκοτεινιάσει.

Οι συμβολισμοί είναι ξεκάθαροι αλλά όχι κραυγαλέοι στην ταινία, η επικινδυνότητα, η εγκληματικότητα της φωτιάς, η κάθαρση του νερού που, ταυτόχρονα, παγώνει, γιατρεύει ή ναρκώνει τις αισθήσεις. Ακόμα και το καστ του «Moonlight» μοιάζει τέλεια εναρμονισμένο με το compact όραμα του Τζένκινς, από τους τρεις ηθοποιούς που υποδύονται τον Σαϊρόν στις τρεις ηλικίες του, τον ευάλωτο Αλεξ Ρ. Χίμπερτ, τον οργισμένο Αστον Σάντερς και τον βελούδινο Τρεβάντε Ρόουντς, μέχρι τους επίσης υποψήφιους για Οσκαρ Μαχερσάλα Αλί στο ρόλο του απροσδόκητου μέντορα Χουάν και Ναόμι Χάρις σε μια πυρακτωμένη ερμηνεία της εθισμένης μητέρας.

Το «Moonlight» δεν θα ήταν η ταινία που είναι χωρίς το μεγαλείο του τρίτου μέρους και του φινάλε της, ενός τόσο θαρραλέου και τόσο γοητευτικά εσωστρεφούς ρομάντζου που φέρνει το «Brokeback Mountain» στο mainstream σινεμά του τώρα. Ακόμα περισσότερο, τυλιγμένη σ’ έναν υπέροχο αισθησιασμό, η ταινία κάνει την υπέρβαση να μη μιλά καν για τη διαφορετικότητα, για την αναζήτηση της ταυτότητας: παραμερίζει την ευκολία και μιλά για τον άνθρωπο που επιτρέπεται και μπορεί να μην έχει ταυτότητα, να έχει μόνο ροή, διαρκώς μεταβαλλόμενη, αδήλωτη και πολύμορφη. Το «Moonlight» δεν περιγράφει έναν ήρωα που ψάχνει να βρει ποιος είναι, αλλά έναν άνθρωπο που διεκδικεί το δικαίωμά του να μην οριστεί, αλλά να συνεχίσει, σαν κυνηγός της αλήθειας, σε κάθε του βήμα, να εκπλήσσεται και να εκπλήσσει.