«Κάθε μαύρος στην Αμερική γεννήθηκε στην οδό Μπιλ. Η οδός Μπιλ είναι η κληρονομιά μας»

Γι’ αυτή την κληρονομιά και το συλλογικό τραύμα του να είσαι Αφροαμερικανός σε μια χώρα χτισμένη στον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία έγραψε το 1974 ο Τζέιμς Μπόλντγουιν το «Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε Να Μιλήσει», ένα από τα κορυφαία βιβλία του ανάμεσα σε ένα πλούσιο λογοτεχνικό και δοκιμιακό έργο που εξερεύνησε κι ανέδειξε τις πολυσύνθετες πτυχές της αφροαμερικανικής (και queer) ταυτότητας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, συμβάλλοντας στη μαχητική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των καταπιεσμένων μειονοτήτων.

Κι ήταν αναμενόμενο ένα τόσο εμβληματικό έργο όχι μόνο να είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα του Μπάρι Τζένκινς, αλλά να αποτελέσει και το επόμενο καλλιτεχνικό του βήμα μετά τον θρίαμβο (οσκαρικό και μη) του Moonlight, μιας ταινίας που εξερεύνησε κι ανέδειξε τις πολυσύνθετες πτυχές της αφροαμερικανικής (και queer) ταυτότητας στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, μιλώντας για τη διεκδίκηση κάτι τόσο προσωπικού και πολιτικού ταυτόχρονα, του αυτοπροσδιορισμού και της ευτυχίας.

Αυτή η δεύτερη μόλις μεταφορά στη μεγάλη οθόνη βιβλίου του Μπόλντγουιν, μετά το εξαιρετικό «Δεν Είμαι ο Νέγρος Σου» πριν από τρία χρόνια, δεν θα μπορούσε να πέσει σε πιο ικανά χέρια. Ο Τζένκινς, ο οποίος έγραψε το σενάριο την ίδια περίοδο με το Moonlight, δεν προσπαθεί να επαναλάβει αφηγηματικά ή σκηνοθετικά την προηγούμενη ταινία του, αλλά τιμά το πρωτογενές υλικό και τη βαρύνουσα (προσωπική και συλλογική) σημασία του, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να μείνει πιστός στο δικό του αισθητικό και καλλιτεχνικό όραμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από τις πολύτιμες επιρροές του (Κλερ Ντενί, Γουονγκ Καρ-Βάι και Χου Χσιάο-Χσεν).

Το «Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε Να Μιλήσει» μας μεταφέρει στο Χάρλεμ της δεκαετίας του 70 και τοποθετεί στο επίκεντρό του την Τις και τον Φόνι, ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι και ένα εικοσιδιάχρονο αγόρι, που μεγάλωσαν μαζί στην ίδια φτωχογειτονιά και η σχέση τους έχει περάσει με νομοτελειακή επιτακτικότητα από την αθώα φιλία στον έρωτα. Μέσα σε έναν περίγυρο που ασφυκτιά από την καταπίεση, ωστόσο, τα όνειρα για μια κοινή ζωή είναι καταδικασμένα να γκρεμοτσακιστούν. Αλλά όχι χωρίς αντίσταση.

«Ελπίζω να μη χρειαστεί ποτέ κανείς να δει αυτόν που αγαπά πίσω από ένα τζάμι» θα πει η Τις από την αρχή κιόλας της ταινίας. Ο Φόνι βρίσκεται στη φυλακή, κατηγορούμενος άδικα από την αστυνομία για τον βιασμό μιας Πορτορικανής μετανάστριας και η Τις τον επισκέπτεται για να του ανακοινώσει πως είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ανάμεσα σε ένα παρόν, στο οποίο η νεαρή κοπέλα παλεύει με σύμμαχο την οικογένειά της να αποδείξει την αθωότητα του αγαπημένου της, και σε ένα παρελθόν γεμάτο από τις αναμνήσεις της σχέσης τους και τα γεγονότα που οδήγησαν στον εγκλεισμό του Φόνι, ο Μπάρι Τζένκινς θα συνθέσει μια αντιστικτική συμφωνία για δύο εραστές που θα αγωνιστούν να μείνουν ζωντανοί σε ένα περιβάλλον απαγορευτικό για τέτοιες αιθεροβασίες.

Διατηρώντας τη διαρκή αντιπαραβολή των δύο αφηγηματικών χρόνων του βιβλίου, ο Τζένκινς αναδεικνύει την πρωθύστερη τραγικότητα της ιστορίας, όσο οι ξέγνοιαστες στιγμές της ευτυχίας φωτίζουν το σκοτάδι του δυσοίωνου παρόντος και τροφοδοτούν τη μαχητικότητα και τον ιδεαλισμό της Τις. Αυτή η αγάπη που ουδέποτε εκπίπτει είναι, άλλωστε, όχι μόνο η κινητήρια δύναμη της ηρωίδας στην απέλπιδα προσπάθεια της να σώσει τον αγαπημένο της, αλλά και το κέντρο του σύμπαντος της ίδιας της ταινίας. Αυτή δίνει τον τόνο κι αυτή υπαγορεύει το ρυθμό, τα χρώματα και την πλανοθεσία.

Ο Τζένκινς μεταγγίζει τον λυρισμό της γραφής του Μπόλντγουιν σε εικόνες απαράμιλλης εικαστικής ομορφιάς με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας και σταθερού συνεργάτη του Τζέιμς Λάξτον. Κι αν στο Moonlight ήταν ορατές οι επιρροές από το σινεμά του Γουονγκ Καρ-Βάι, εδώ γίνεται ένα ξεκάθαρο homage, όχι μόνο με τους φωτισμούς και την κίνηση των δύο κεντρικών ηρώων, αλλά και με τα φορέματα, τον καπνό που νωχελικά γεμίζει το κάδρο και τη χρήση της συγκλονιστικής μουσικής υπόκρουσης του Νίκολας Μπρίτελ (θα είναι μεγάλη αδικία αν χάσει φέτος το Όσκαρ) ως μοτίβο για τις συναισθηματικές και ψυχολογικές διακυμάνσεις όλων των ηρώων.

Γιατί, δορυφορικά ως προς την ιστορία του έρωτα της Τις και του Φόνι, ο Τζένκινς παρουσιάζει και μια σειρά από δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι οποίοι όλοι μαζί συμβάλλουν στο να αποτυπωθεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην αφροαμερικανική κοινότητα και να χτιστεί μια τοιχογραφία της εποχής εκείνης. Προεξέχουσα μορφή είναι η Σάρον, η μητέρα της Τις, όπως ερμηνεύεται αφοπλιστικά από την Ρετζίνα Κινγκ (εδώ το πιθανολογούμενο Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου θα είναι απόλυτα δίκαιο). Με την ενστικτώδη σοφία και την εμπειρία μιας γυναίκας που έχει ζήσει για περισσότερα χρόνια τη φυλετική αδικία, αλλά είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για το παιδί της και να παλέψει για την αξιοπρέπεια της οικογένειάς της, η Σάρον θα επιδείξει την ίδια μαχητικότητα με την κόρη της και θα ταξιδέψει μέχρι το Πουέρτο Ρίκο για να μεταπείσει τη γυναίκα που κατηγόρησε τον Φόνι να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος στην αναγνώριση του βιαστή της.

Η πρόταξη των γυναικών ως φορέων της κοινωνικής αντίστασης μέσα από τη συναισθηματική τους σοφία δίνει ακόμα μία βαθύτερη πολιτική διάσταση σε μια ταινία που συνεχώς διαπλέκει το ατομικό με το συλλογικό. Κι αυτό που κάνει τελικά την Οδό Μπιλ να μιλήσει στο θεατή δεν είναι μόνο το γεγονός ότι πίσω από τα κοντινά πλάνα- σήμα κατατεθέν του Τζένκινς τα μάτια των ηρώων του σπάνε τον τέταρτο τοίχο και σε κοιτάζουν ευθέως, αναζητώντας κάτι βαθύτερο από την κατανόηση και αξιώνοντας κάτι περισσότερο από τη συμμετοχή. Είναι η διαπίστωση πως ενώ η αγάπη δεν πρόκειται να σώσει ποτέ τον κόσμο, μπορεί πάντα να γίνει μια επαναστατική πράξη.