Είναι προς τιμήν την Τζέσικα Παλίντ ότι τιτλοφορεί την ταινία της «Την Eλεγαν Μαρία», δίνοντας ουσιαστικά όνομα σε μια γυναίκα που λίγοι - στην εποχή μας σίγουρα - γνωρίζουν ποια είναι και ακόμη λιγότεροι την ιστορία που την ακολουθεί. Άγνωστη για χρόνια και τυλιγμένη με ένα πέπλο φημών και ανυπόστατων «τεκμηρίων», η ιστορία της Μαρία Σνάιντερ έγινε γνωστή από το ομότιτλο βιογραφικό βιβλίο της ξαδέλφης της, Βανέσα Σνάιντερ που κυκλοφόρησε το 2018. Ουσιαστικά, δηλαδή, έγινε γνωστό το πόσο τραυματική ήταν η εμπειρία της στα γυρίσματα του «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», με αποτέλεσμα η ίδια να μην καταφέρει ποτέ να το ξεπεράσει, ακολουθώντας μια ζωή χωρίς κέντρο και φιλοδοξία, με καταχρήσεις και λάθος επιλογές, στα όρια του περιθωρίου.

Η ιστορία γύρω από το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» υπάρχει αυτούσια στην ταινία. Και μάλιστα με όσο το δυνατόν τολμηρό και θαρραλέο τρόπο, χωρίς να μένει στην «κίτρινη» πλευρά των γεγονότων (βλ. η σκηνή με το βούτυρο, όπως έχει διαδοθεί μέσα στις δεκαετίες) και δίνοντας με στιβαρή γραφή και ερμηνευτικά με πραγματικό άλμα της Αναμαρια Μπαρτολομέι τη διάσταση του τραύματος, αφού επρόκειτο στην ουσία για έναν «βιασμό», προαποφασισμένο από τον Μπερνάρντα Μπερτολούτσι και τον Μάρλον Μπράντο (ένας πειστικός Ματ Ντίλον), εν αγνοία της Σνάιντερ. Και, ναι, είναι μια από τις κομβικές σκηνές της ταινίας, η οποία όμως, ευτυχώς, δεν μένει εκεί, αλλά ακολουθεί την ηρωίδα μέχρι το τέλος, σε μια διαδρομή που σημαδεύτηκε από ένα γεγονός που έκρυβε μέσα του τις άγνωστες τότε διαστάσεις μιας ολόκληρης εποχής.

Η Παλίντ ακολουθεί τη Σνάιντερ (η οποία έπαιξε το 1975 στο «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι αλλά σιγά σιγά αποσύρθηκε ως «ανεπιθύμητη» από τη βιομηχανία, λόγω των διαφωνιών της για την απεικόνιση των γυναικών στις ταινίες, συνεχίζοντας να παίζει σποραδικά σε μικρότερες παραγωγές) χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, παρά τα σημαινόμενα που σημάδεψαν και τη μετέπειτα ζωή της (εθισμό σε ναρκωτικές ουσίες, ερωτικές σχέσεις με γυναίκες) και με γενική οδηγία τη μέση οδό, αν και με μια φυσικότητα που προδίδει στα σίγουρα την «αγάπη» της Παλίντ για την ηρωίδα της. Μια ηρωίδα που τη βρίσκει και τη χάνει μέσα σε δύσκολες ατραπούς, καθώς η Αναμαρία Μπαρτολομέι (επιβεβαιώνει πως είναι μια σπουδαία ηθοποιός, ικανή για ακόμη πιο δύσκολα πράγματα) προσπαθεί να συγκεράσει τη σύνθετη προσωπικότητα μιας γυναίκας που ήταν και πρωτοπόρα για τη γυναικεία σεξουαλικότητα (πληρώνοντας γι’ αυτό) και θύμα μιας πρακτικής που υπήρξε συνήθης για χρόνια στα κινηματογραφικά συνεργεία - ειδικά από αντρικές κυρίαρχες φιγούρες και το σύστημα που τους συντηρούσε όπως ήταν ο Μπερνάρντα Μπερτολούτσι.

Η συζήτηση που ανοίγει για τα όρια της ηθικής στην τέχνη, κατά πόσο μπορεί κανείς να «θυσιάσει» την αξιοπρέπεια του προκειμένου να υπηρετήσει ένα όραμα, την αιώνια πάλη γυναικών και αντρών ως προς τα δικαιώματα στην «ελευθερία» και την «ελευθεριότητα» και πως η σεξουαλική επανάσταση των 60s και των 70s υπήρξε κάλυψη για βίαιες πρακτικές που σήμερα θα είχαν ανασταλεί από την - ευτυχώς - ορατότητα ιστοριών σαν αυτήν της Σνάιντερ, είναι ανοιχτή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Οι σκέψεις του «τι θα γινόταν αν» και που ακριβώς θα βρισκόταν μια πραγματικά σπουδαία ηθοποιός, αν η βιομηχανία δεν της επιφύλαξε μια τόσο δυσάρεστη «έκπληξη» στο ξεκίνημα της, ολοκληρώνουν τις διαδρομές σκέψης, καθώς αντιλαμβάνεσαι πως το σημαντικότερο κομμάτι της ταινίας αυτής είναι ότι στη ουσία παρακολουθείς μια γυναίκα που προσπαθεί να ξανακερδίσει τον εαυτό της και να βρει τη (σωστή) θέση της στον κόσμο - του σινεμά και της ζωής.

Η πράξη αγάπης της Παλίντ προς τη Σνάιντερ δεν θα πάει ποτέ βαθύτερα και δεν θα τολμήσει να απαντήσει ποτέ σε κανένα ερώτημα, δικαιώνοντας ωστόσο έστω και σε επίπεδο ορατότητας μια γυναίκα που θα έπρεπε να είναι γνωστή για αυτά που έκανε και όχι για αυτά που δεν ρωτήθηκε ποτέ αν θέλει να κάνει.

Διαβάστε ακόμη: Το «mea culpa» του Κώστα Γαβρά και της Γαλλικής Ταινιοθήκης για το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»