Ο Κμιρ και η γυναίκα του, η Ανα, είναι δυο φτωχοί αγρότες που παλεύουν να επιβιώσουν στην τσαρική Ρωσία, ενάντια στα στοιχεία της φύσης, το κράτος και την εκκλησία. Κάθε φορά που κάνουν ένα βήμα για να ορθοποδήσουν, έρχεται ένας ιερέας, ένας φοροεισπράκτορας ή ένας ληστής να τους θυμίσει ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να πλουτίζουν οι λίγοι και να υποφέρουν οι πολλοί.
Η Ανα, σε μια στιγμή φιλοσοφικής καθαρότητας (και πρακτικής εξάντλησης), στέλνει τον Κμιρ να βρει την ευτυχία — και του λέει να μην επιστρέψει αν δεν εκπληρώσει το σκοπό του! Εκείνος ξεκινά, με την ελπίδα και την αθωότητα οδηγό και βρίσκει... ένα πορτοφόλι. «Νάτη!» σκέφτεται, όμως γρήγορα θα συνειδητοποιήσει ότι η ευτυχία δεν κρύβεται ανάμεσα σε χαρτονομίσματα.
Ο Μεντβέντκιν, μέσα από τις γελοιογραφικές υπερβολές στην ιστορία του Κμιρ και της Ανα, χτίζει μια παραβολή: Το αντρόγυνο σκάβει, θερίζει, αγοράζει άλογο, χάνει τα πάντα και μένει μ' ένα ανθεκτικό μουλάρι που, τελικά, ούτε κι αυτό μπορεί να αλλάξει την κατηφορική πορεία της ζωής του. Οταν, ακόμα-ακόμα, ο Κμιρ αποφασίσει να πεθάνει για να γλιτώσει από το δράμα της ζωής του, το κράτος επεμβαίνει ξανά με στρατό και γραφειοκρατία για να του στερήσει και αυτό το δικαίωμα.
Στη διαδρομή η Ρωσία αλλάζει, η Οκτωβριανή επανάσταση θέτει τη δική της γραμμή, τα κολχόζ καθορίζουν την καθημερινότητα. Η Ανα βρίσκει - θεωρεί - την ευτυχία μέσα στη συλλογικότητα και την ισότητα. Για τον Κμιρ, όμως, η ευτυχία παραμένει ένα άπιαστο όνειρο και συνεχίζει να την αναζητά.
Ο Μεντβέντκιν σκηνοθετεί μια βωβή, ανατρεπτική κωμωδία με κοινές παραμέτρους με τη σωματικότητα και τον κυνισμό του Τσάπλιν και των αδελφών Μαρξ (αλλά και με το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ ανά χείρας). Στοιχεία σουρεαλισμού αλλά και εξπρεσιονισμού συνθέτουν ένα παραμύθι φαρσικό και μαζί σπαρακτικό. Ενενήντα χρόνια μετά τη δημιουργία της, η «Ευτυχία» βλέπεται όχι «εγκυκλοπαιδικά» αλλά με φρεσκάδα, υπαρξιακό στοχασμό και πολιτική αιχμή. Και την κοινή, διαχρονική παραδοχή ότι δεν θα ευτυχήσεις σ' αυτή την παλιοζωή, ούτε καν αν είσαι... μουλάρι.