Είναι πολύ λίγες οι φορές, μέσα στα χρόνια, που το «τετραγωνάκι» της κακής βαθμολογίας έχει χρειαστεί στο Flix που, εκ πεποιθήσεως, από το ξεκίνημά του, το απέκλεισε, ξεκινώντας από το «μισό». Αυτή εδώ η περίπτωση είναι μια τέτοια.

Το «Sound of Freedom» είναι ο ορισμός της λαϊκίστικης, χειριστικής (σε εγκληματικό, θα έλεγε κανείς, βαθμό), πολιτικά και ιδεολογικά χρωματισμένης ταινίας, η οπτικοποιημένη θεωρία της QAnon. Η οποία ταινία, ως μερική μόνο έκπληξη, αφότου, γυρισμένη το 2018, βγήκε - λόγω εξαγοράς της παραγωγού Fox από την Disney - στις αίθουσες της Αμερικής το 2023, θριάμβευσε στο box office, αλλά και προκάλεσε σάλο αντιδράσεων.

Το στόρι, βασισμένο, όπως το φιλμ διατείνεται, στην πραγματική εμπειρία του Τιμ Μπάλαρντ, ενός κατά τα δικά του λεγόμενα πρώην πράκτορα της CIA και ιδρυτή τής Operation Underground Railroad για τη διάσωση θυμάτων trafficking, ακολουθεί τη διαδρομή του Τιμ καθώς, συγκλονισμένος από την τραγωδία της αρπαγής κι εμπόρευσης μικρών παιδιών από τη Λατινική Αμερική, παραιτείται από το Σώμα και εγκαθίσταται στην Μπογκοτά, όπου με τη βοήθεια σεσημασμένων στήνει ένα πλαστό δίκτυο σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, ώστε να παγιδεύσει (κάποιους από) τους εμπόρους και, κυρίως, να διασώσει μία συγκεκριμένη έφηβη που του έχει λαβώσει την καρδιά - με την καλή έννοια.

Γραμμένο και σκηνοθετημένο από τον Αλεχάντρο Μοντεβέρντε - τον δημιουργό του «Bella» το 2006 που η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεώτερου ανήγαγε σε πρότυπο «καλού» Μεξικανού - το φιλμ είναι, κινηματογραφικά, υπόδειγμα της χειριστικής σκηνοθεσίας. Γενικά πλάνα μπροστά από diners με «American Burgers», από τα οποία περνά ένα κλασικό αγροτικό Dodge, βραδυφλεγής δράση υπογραμμισμένη με «λυτρωτική» χορωδιακή μουσική, ήρωες τραβηγμένοι στα άκρα του Καλού (ο Τιμ Μπάλαρντ) και του Κακού (περίπου όλοι οι υπόλοιποι, εκτός των αθώων παιδιών).

Ενας κεντρικός ήρωας με μια πειθήνια, υποστηρικτική σύζυγο (η Μίρα Σορβίνο σε ρόλο prop) κι ένα τσούρμο δικών του παιδιών, οικογενειάρχης με αρχές (ο πραγματικός Τιμ Μπάλαρντ, άλλωστε, είναι Μορμόνος και πλέον μέλος της Εκκλησίας των Αγίων των Τελευταίων Ημερών στη Γιούτα, παρότι παραιτήθηκε από το O.U.R. μετά από καταγγελίες σεξουαλικώς ανάρμοστης συμπεριφοράς), τόσο τραυματισμένος από τον σύγχρονο κόσμο της κολάσεως που βουρκώνει ανά δευτερόλεπτο (αλλά ρίχνει και καλό ξυλίκι ως άντρας), ένας πρωταγωνιστής, ο Τζιμ Καβίζελ, πάντα πανέμορφος, πάντα κακός ηθοποιός, που, έχοντας υποδυθεί και τον Χριστό... βολεύει ακόμα περισσότερο στις συνδέσεις. Κυρίως, ένα αράδιασμα από ατάκες όπως «When God tells you what to do, you don't hesitate», ή «-Why are you doing this? -Because God's children are not for sale», αλλά κι ένα φιλμ μεγάλο και αργό, με την αυτοϊκανοποίηση της ηθικοπλασίας.

Ακόμα πιο προσβλητικά, όπως προκύπτει από τα μεθεόρτια της εξόδου της ταινίας στην Αμερική, ο «πραγματικός» Τιμ Μπάλαρντ ήταν τόσο... πράκτορας και σωτήρας όσο μόνο ο ίδιος δηλώνει, αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισης της εμπορίας παιδιών που η ταινία κηρύττει - προάγοντας, φυσικά, την αυτοδικία και τη βία - ως δίδαγμα ενός φιλμ που είδαν κοντά στα 40 εκατομμύρια Αμερικανοί θεατές, έχει καταστροφικά λανθασμένο προσανατολισμό. Για να το πούμε με την απλοϊκότητα του φιλμ, μια Κακή ταινία Κακών προθέσεων.