Η Σαμπρίνα Φέρτσαϊλντ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην έπαυλη των Λάραμπις στο Λονγκ Αϊλαντ, το νεοϋορκέζικο προάστιο της αστικής τάξης των '50ς. Εκείνη όμως δεν ζει στο τεράστιο σπίτι, αλλά στο διαμερισματάκι πάνω από το γκαράζ. Ο πατέρας της είναι ο σοφέρ της οκογένειας, κι όπως εκείνος λέει, όλοι πρέπει να ξέρουν τη θέση τους: υπάρχει το μπροστινό κάθισμα, το πίσω κάθισμα κι ένα διαχωριστικό τζάμι ενδιάμεσα. Ομως η Σαμπρίνα είναι από πολύ μικρή ερωτευμένη με τον Ντέιβιντ Λάραμπι, το μικρό γιο της οικογένειας. Εναν ξανθό, γοητευτικό playboy, με τρεις γάμους στο ενεργητικό του, και πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες. Τον παρακολουθεί, σκαρφαλωμένη ξυπόλητη στα δέντρα του κήπου, πώς φλερτάρει στα διάσημα μεγάλα πάρτι της οικογένειας: πώς παρασύρει τα κορίτσια για χορό στις βεράντες, πώς κλέβει ένα μπουκάλι σαμπάνια και δυο ποτήρια και τις απομονώνει στα γήπεδα του τένις, πώς ζητά από την ορχήστρα να παίζουν το «Isn't it Romantic?» όσο διαρκεί κάθε νέα αποπλάνηση. Ο Ντέιβιντ δεν δουλεύει, ξενυχτά κάθε βράδυ, τρέχει με κάμπριο σπορ αυτοκίνητα κι είναι ο πονοκέφαλος του μεγάλου του αδελφού, του Λάινους. Ο Λάινους, γερασμένος πριν την ώρα του, φορά το κοστούμι, το καπέλο, το χαρτοφύλακα, τη Wall Street Journal στην τσέπη του παλτό και την ομπρέλα στο χέρι του, σαν ατσαλάκωτη προσεχτική πανοπλία, κι εξαφανίζεται καθημερινά στον ουρανοξύστη της οικογένειας στο Μανχάταν, όπου δουλεύει ατελείωτες ώρες μαγαλώνοντας τις επιχειρήσεις και την αυτοκρατορία τους.
Οταν η Σαμπρίνα ενηλικιώνεται, φεύγει για σπουδές μαγειρικής στο Παρίσι. Επιστρέφει μεγαλωμένη, γοητευτική, καλλιεργημένη - ένα ασχημόπαπο που έγινε Dior κύκνος. Αλλά ακόμα ερωτευμένη με τον Ντέιβιντ. Ο Ντέιβιντ, για πρώτη φορά στην κοινή ζωή τους, την προσέχει και τη διεκδικεί - ενώ όμως είναι ήδη αρραβωνιασμένος, για τέταρτη φορά, με πλούσια κληρονόμο οικογένειας με την οποία ο Λάινους συνάπτει μία τεράστια συνεργασία. Και τότε ο μεγάλος αδελφός αποφασίζει να εφαρμόσει έξυπνα τις επιχειρηματικές του στραγητικές και ύπουλα την εξουσία του. Το κορίτσι του γκαράζ πρέπει να φύγει από τα πόδια τους μια για πάντα. Ακόμα κι αν χρειαστεί να μπει ο ίδιος στη μέση. Ή να την πιάσει ο ίδιος από τη μέση. Πόσο όμως έχει υποτιμήσει τη Σαμπρίνα...
Ο Μπίλι Γουάιλντερ διασκευάζει το θεατρικό έργο του Σάμιουελ Τέιλορ, «Sabrina Fair», επιλέγοντας ένα καστ που στα '50ς κουβαλά τη δική του βαρύτητα: ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ παραμένει γοητευτικά σκληρός, αλλά σε κόντρα ρόλο από τα νουάρ του, ο Γουίλιαμ Χόλντεν αλλάζει κι αυτός ταχύτητα και προάγει την ομορφιά του golden boy, ενώ έχει μόλις κερδίσει ένα χρυσό αγόρι (Οσκαρ Α' Ανδρικού για το «Θάλαμο Εξοντώσεως 17» του Γουάιλντερ) και η Οντρεϊ Χέπμπορν πετάει το στέμμα της πριγκίπισσας που της χάρισε και το δικό της φρέσκο Οσκαρ («Διακοπές στη Ρώμη») για να μεταμορφωθεί, τόσο αβίαστα και τόσο ταιριαστά, σε μοντέρνα Σταχτοπούτα.
Ολες οι πρώτες ύλες είναι εκεί: το «μια φορά κι έναν καιρό» αφηγηματικό σπικάζ, το απαστράπτον γοητευτικό ασπρόμαυρο, τα άλλοτε μεγαλόπρεπα κι άλλοτε κοντινά/οικεία κάδρα του Γουάιλντερ, σε μια υγρή κινηματογράφηση που μοιάζει με slow dancing κάτω από μία αέναη κινηματογραφική πανσέληνο. Εξυπνοι screwball διάλογοι, δευτεροχαρακτήρες κάτοικοι και των σαλονιών και της κουζίνας τους οποίους το σενάριο σαρκάζει (ξεχωρίζει η φιγούρα του πατέρα Λάραμπι, που το μόνο που θέλει είναι να τον αφήσουν ήσυχο να φτιάχνει τα μαρτίνι του και να καπνίζει τα πούρα του) και πάνω από όλα το λαμπερό πρωταγωνιστικό τρίο. Τόσο φαινομενικά αταίριαστο, τόσο απρόσμενα μαγικό.
Αυτούς χαζεύεις, σε αυτούς παραδίνεσαι. Κακά τα ψέματα. Αντίθετα με τη συγκλονιστική «Γκαρσονιέρα» του, ή το αγέραστα διαχρονικό και προχωρημένο «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», η «Σαμπρίνα» κι όσα ήθελα να πει στα '50ς (ο έρωτας δεν κοιτά κοινωνικές τάξεις, ο σύγχρονος άνθρωπος θα σπάσει το τζάμι που χωρίζει το μπροστινό από το πίσω κάθισμα) μοιάζει κάπως παλιά, με έναν ξεπερασμένο ρομαντισμό. Επίσης, αν θέλει κανείς να σταθεί με αυστηρότητα απέναντι στο σενάριο, δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι ένας μεσήλικας «που ντύνεται και μοιάζει με νεκροθάφτη», θα κέρδιζε έτσι εύκολα το κορίτσι. Δεν σε νοιάζει καθόλου. Εχεις συνειδητά μπει σ' ένα παραμύθι. Εκεί όπου δεν υπάρχει λογική. Εκεί όπου μια νεαρή βατραχίνα μπορεί να φιλήσει τον πρίγκιπα και να τον ξυπνήσει από τον μεσήλικο θάνατό του.
Παρόλες τις αντιρρήσεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν, η «Σαμπρίνα» σερβίρει απλόχερα λαμπερή, ακαταμάχητη, αφρώδη γοητεία. Μοιάζει σαν να είσαι κι εσύ καλεσμένος σ' ένα από τα διάσημα μεγάλα πάρτι των Λάραμπις. Στροβιλίζεσαι στην πίστα, ζαλισμένος από κινηματογραφική σαμπάνια, χαζεύεις την οθόνη με ένα τεράστιο συνωμοτικό χαμόγελο και κάθε φορά εκπλήσσεσαι. Κάθε φορά μένεις έκθαμβος με το μουτράκι της Χέπμπορν που μοιάζει κατασκευασμένο για να κολλάει σε αυτά των αρσενικών σ' ένα τρυφερό, φωτογενές, αιώνιο cheek to cheek.
Isn't it romantic?