Το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» ξεκινάει ως μια γκανγκστερική ταινία, αναπαριστώντας χωρίς αναστολή στην απεικόνιση της ωμότητας και της βίας τη διάσημη σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου στο Λίνκολν Παρκ του Σικάγο το 1929, όταν ο Αλ Καπόνε, επικεφαλής της ιταλοαμερικανικής μαφίας εξόντωσε τη συμμορία του Τζορτζ «Μπαγκς» Μοράν για να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο στη διακίνηση παράνομου αλκοόλ στο Σικάγο, στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης.
Αυτή η πρώτη σκηνή, αριστοτεχνικά γραμμένη και σκηνοθετημένη με την αβίαστη εμπειρία ενός σκηνοθέτη που γνωρίζει ότι οτιδήποτε, ακόμη και το πιο φαινομενικά ασήμαντο, βλέπουμε στην οθόνη έχει νόημα, δεν είναι παραπλανητική. Είναι μόνο η αρχή μιας σειράς από θαρραλέες, ρηξικέλευθες και τολμηρές ακόμη και για το σημερινό σινεμά ανατροπές που παίζουν με τα στερεότυπα, τους κώδικες, τις προκαταλήψεις, τις κάθε είδους απαγορεύσεις, φιλοδοξώντας να ξαναγράψουν την ιστορία αυτού του κόσμου (και του σινεμά) προκρίνοντας απέναντι σε κάθε υποκριτική, αντιδραστική, συντηρητική στάση το μεγαλείο της ανεκτικότητας, της ρευστότητας των (κινηματογραφικών) ειδών, των φύλων και της σεξουαλικότητας, την κωμωδία ως την πιο σοβαρή οδό προς την (καλλιτεχνική) ελευθερία.
Πρώτη ταινία της δεύτερης περιόδου του που ορίστηκε και από την στο εξής συνεργασία του στα σενάρια με τον Ι.Α.Λ. Ντάιαμοντ, το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» βρίσκει τον Μπίλι Γουάιλντερ να αποχαιρετά με αυτήν την πρώτη σκηνή το σκοτάδι του «Sunset Boulevard», του «Double Indemnity» και του «The Lost Weekend», για να βυθιστεί ανεπιστρεπτί στο αμείλικτο, σπασμένο καθρέφτη που «με κάνει να βλέπω πώς νιώθω» της ανθρώπινης κατάστασης - συνεχίζοντας μετά από το θριάμβο αυτής της ταινίας με τον ακόμη μεγαλύτερο θρίαμβο της «Γκαρσονιέρας» που θα του χάριζε και το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Πολιτική πράξη και μαζί ένα βαθιά συγκινητικό ερωτικό γράμμα στους ανθρώπους που αναζητούν τη θέση τους σε ένα κόσμο που συνεχίζει να τους κρίνει από εξωγενή χαρακτηριστικά και όχι για αυτό που είναι, το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» ήταν ήδη από τη σύλληψη του κάτι περισσότερο από μια κωμωδία για δυο άντρες που ντύνονται γυναίκες για να ξεφύγουν από τη μανία της μαφίας, επειδή υπήρξαν κατά λάθος αυτόπτες μάρτυρες ενός μακελειού. Και φυσικά κάτι περισσότερο από μια ρομαντική κομεντί παρεξηγήσεων, με άντρες που ντυμένοι γυναίκες ερωτεύονται γυναίκες, άντρες που ερωτεύονται γυναίκες που είναι άντρες ντυμένοι γυναίκες, άντρες που είναι ντυμένοι γυναίκες που… ερωτεύονται άντρες.
Το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», σοκαριστικά μπροστά από την εποχή του, ενσωματώνει μέσα στην αφήγηση του την ίδια του την ουσία. Εξερευνώντας με τον πιο απενοχοποιημένο τρόπο την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και με σαφή διάθεση να καταρρίψει κάθε στερεότυπο ανδρισμού και θηλυκότητας παίζει με το gender fluidity (πολύ πριν εφευρεθεί ως έννοια κάπου στη δεκαετία του ’80) όπως ακριβώς παίζει με τη ρευστότητα των κινηματογραφικών ειδών και την πεμπτουσία του κινηματογράφου ως την κατεξοχήν τέχνη της μεταμόρφωσης. Drag race όνομα και πράγμα, τρέχει κινηματογραφικά με αμίμητο ρυθμό, σενάριο που συμπυκνώνει ακυρώνοντας κάθε κανόνα και μια διαρκή αβίαστη διάθεση για απελευθέρωση από τα πάντα.
Στο «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Κι όμως με έναν μαγικό, σχεδόν ακτιβιστικά απελευθερωτικό τρόπο όλα είναι μόνο αυτό που φαίνεται ότι είναι - αλλά που κανείς δεν θέλει να δει πραγματικά.
Η Τζόζεφιν και η Ντάφνε δεν είναι δύο άντρες in drag, αλλά δύο αγόρια που μέσα από την αναγκαστική τους μεταμόρφωση (μόνο ως γυναίκες μπορούν να επιβιώσουν - πόσο μπροστά) κοιτάζουν με άλλα μάτια τη σεξουαλικότητά τους, τις προτεραιότητές τους στη ζωή και τον έρωτα. Τη μία στιγμή φωνάζουν δυνατά για το πιστέψουν «Είμαι γυναίκα, είμαι γυναίκα, είμαι γυναίκα» και την άλλη φωνάζουν ακόμη πιο δυνατά για πιστέψουν εξίσου «Είμαι άντρας, είμαι άντρας, είμαι άντρας», επιβεβαιώνοντας πως ο κόσμος είναι καλύτερος όταν όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Η Σούγκαρ Κέιν δεν είναι η χαζή ξανθιά σεξοβόμβα (σε μια ειρωνική αναλογία με την ίδια την προκατάληψη που καταβρόχθισε την σπουδαία διαδρομή της Μέριλιν Μονρό στο αμερικάνικο σινεμά) που όλοι κοιτούν από πίσω, αλλά η ίδια η Αμερική της ποτοαπαγόρευσης που κρύβει το φλασκί στις ζαρτιέρες της, ποτίζοντας με απαγορευμένο αλκοόλ την κατάθλιψη από το οριστικό τέλος της αθωότητας.
Ο Μπίλι Γουάιλντερ θα τολμήσει όχι μόνο την ατάκα «Γιατί ένας άντρας να παντρευτεί έναν άντρα; - Για ασφάλεια!», θα τολμήσει να μιλήσει ταυτόχρονα για το ταμπού της ανδρικής ανικανότητας (επαναφέροντας στα ίσα την πραγματική ουσία του ανδρισμού) και σε μια σκηνή που το κωμικό της timing δεν άγγιξε ποτέ καμία προηγούμενη και καμία επόμενη, θα χωρέσει σε μια κουκέτα τρένου όλα τα κορίτσια του τζαζ συγκροτήματος με την Ντάφνε του Τζακ Λέμον στο κέντρο. Εκεί που το αφιλτράριστο γέλιο συναντά ένα τέλεια ενορχηστρωμένο χάος και η υποψία ενός καυλωμένου άντρα με γυναικεία περούκα γίνεται το μανιφέστο μιας ακύρωσης κάθε στερεότυπου και μαζί η αρχή του τέλους για τον κώδικα Χέιζ που χάρισε στο Χόλιγουντ χρόνια υποκρισίας και μετά από την τεράστια επιτυχία αυτής της ταινίας άρχισε να φθίνει μέχρι που εξαφανίστηκε.
Ακόμη κι αν τα queer studies δεν βοηθούσαν στην αποκωδικοποίηση κάθε σπιθαμής αυτής της σπουδαίας στιγμής για το σινεμά και τη μαγική του δύναμη να διαλύει και να ανασυνθέτει από τα κομμάτια της την πραγματικότητα, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που χωρίς καμία περαιτέρω ανάλυση αναδεικνύουν το μεγαλείο μιας ταινίας διαχρονικής πριν από μοντέρνας, επιδραστικής πριν από απολαυστικής.
Οι σημαντικότεροι είναι η σπαρακτική αθωότητα της Μέριλιν Μονρό σε έναν ρόλο που δεν θα μπορούσε να παίξει ποτέ καμία άλλη - τι τύχη που ο Μπίλι Γουάιλντερ δέχτηκε να συνεργαστεί ξανά μαζί της μετά τη δύσκολη συνάντησή τους στο «Επτά Χρόνια Φαγούρα» επειδή η ίδια η Μονρό διεκδίκησε το ρόλο της Σούγκαρ, η αριστοκρατική συστολή του Τόνι Κέρτις - φανταστικός και ως Τζόζεφιν αλλά και ως μια απολαυστική μίμηση του Κάρι Γκραντ, και πάνω και πέρα απ’ όλα η σαρωτική Ντάφνε του Τζακ Λέμον σε ένα από τα πιο εμβληματικά, επιδραστικά και υποδειγματικά ως φιλοσοφία, τέχνη και απόδοση υποκριτικά tour de forces του σινεμά.
Τρεις ερμηνείες που διασχίζουν ολόκληρη την ιστορία της κωμωδίας και του χολιγουντιανού μεγαλείου μαζί με την φυσικότητα της απενοχοποιημένης τους ελευθερίας και σε αναγκάζουν κάθε φορά να σταθείς με δέος απέναντι σε κάτι τόσο άρτιο και απολαυστικό που εκτοξεύει μέσα στις δεκαετίες πυροτεχνήματα ανεκτικότητας, ορθής… πολιτικής ορθότητας και καθαρόαιμου θαρραλέου σινεμά φωτίζοντας το δρόμο προς την σχεδόν βιβλική ατάκα που μέσα από τα γέλια και το θρίαμβο του φινάλε έκλεισε ή άνοιξε τελικά για πάντα κάθε συζήτηση γύρω από την έννοια της ταυτότητας.
«Κανείς δεν είναι τέλειος».