Αν σκεφτεί κανείς ότι η αρχική έμπνευση για την «Γκαρσονιέρα» ήρθε στον Μπίλι Γουάιλντερ από τη «Σύντομη Συνάντηση» του Νόελ Κάουαρντ, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί το «άνοιγμα» του συναισθηματικού roller coaster στο οποίο γίνεσαι ερήμην σου μάρτυρας και ξεκινάει από την καυστική σάτιρα, αγγίζει τη βαθιά έννοια της κωμωδίας, τρέχει πάνω στις ράγες της πιο ρομαντικής διαδρομής, γίνεται τραγωδία πικρή και σκοτεινή πριν αναδυθεί ξανά στην επιφάνεια μιας τόσο μελαγχολικής ιστορίας αγάπης που δεν μπορείς παρά να της αφιερώσεις (για πάντα) το πιο γλυκό σου χαμόγελο.
Στο θεατρικό του Νόελ Κάουαρντ (και την ομότιτλη ταινία του Ντέιβιντ Λιν), η Λόρα και ο Αλεκ συναντιούνται για λίγο στο σταθμό ενός τρένου και επισκέπτονται το διαμέρισμα ενός φίλου του Αλεκ, πρακτική που συνήθιζαν ανέκαθεν οι άντρες μεταξύ τους προκειμένου να διαθέτουν μόνιμο άλλοθι και αλληλεγγύη για τις ερωτικές τους απιστίες. Οσα δεν μπόρεσε να δείξει ο Ντέιβιντ Λιν το 1945 λόγω της συστολής της εποχής, έγιναν κέντρο της δράσης και τίτλος στην «Γκαρσονιέρα» του Γουάιλντερ, ο οποίος συνδύασε ταυτόχρονα μια σειρά από ιστορίες φιλόδοξων υπαλλήλων σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη corporate Αμερική, για νεαρά κορίτσια έρμαια στις ψεύτικες υποσχέσεις των μεγάλων αφεντικών, άλλες πιο τραγικές ακόμη ιστορίες κοριτσιών που έκαναν απόπειρα αυτοκτονίας μετά το χωρισμό τους - ιστορίες μοναχικών ανθρώπων σε μετωπική με το νέο, πιο clean cut, εξελιγμένο μοντέλο του αμερικανικού ονείρου.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε η ιστορία του Σι Σι Μπάξτερ, ενός υπαλλήλου μιας μεγάλης αμερικανικής εταιρίας που ονειρεύεται μια καλύτερη θέση και μια ακόμη μεγαλύτερη αμοιβή, αλλά για την ώρα είναι ακόμη ένας εργαζόμενος σε μια μεγάλη ουρά από ανώνυμους εργαζόμενους μιας διάσημης ασφαλιστικής, γνωστός στους διευθυντές του μόνο επειδή δανείζει τη γκαρσονιέρα του για τις εκάστοτε πονηρές δουλειές του καθενός. Η γνωριμία του με την Φραν Κιούμπελικ, ένα από τα κορίτσια του ασανσέρ της εταιρίας θα είναι καθοριστική, όχι μόνο γιατί στο πρόσωπό της θα δει την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, αφού η Φραν διατηρεί παράνομο δεσμό με τον διευθυντή του και ελπίζει πως κάποια μέρα θα χωρίσει όντως από τη γυναίκα του για να την παντρευτεί, αλλά κυρίως γιατί στη μοναξιά και τη θλίψη της θα αναγνωρίσει διάφανο τον εαυτό του.
Με το «Κανείς δεν είναι τέλειος» να κλείνει μυθικά το αμέσως προηγούμενο αριστούργημά του (το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό»), ο Μπίλι Γουάιλντερ δίνει στην «Γκαρσονιέρα» τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε δύο μη τέλειους ανθρώπους. Δύο ανθρώπους που ξέρουν ότι ελπίζουν στα λάθος πράγματα, που δίνουν δεύτερες ευκαιρίες ακόμη στους ανθρώπους που τους προδίδουν, που είναι αμήχανοι όταν ξαφνικά δεν κάνουν παρέα με τη μοναξιά τους, που κόβουν τα μαλλιά τους επειδή τους εκνευρίζουν, που μπορούν να πουν «σ’ αγαπώ» μόνο την πιο ακατάλληλη - ή κατάλληλη, εξαρτάται από ποια πλευρά το κοιτάς - στιγμή και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να απαντήσουν «σ’ αγαπώ κι εγώ», αλλά βρίσκουν τον πιο λάθος - ή σωστό, εξαρτάται από ποια πλευρά το κοιτάς - τρόπο για να το πουν και να το εννοούν.
Η πραγματική τόλμη της «Γκαρσονιέρας» δεν είναι φυσικά ότι απεικονίζει ανθρώπους φιλόδοξους, που πουλούν συνείδηση και κορμί στην ελπίδα μιας πιο άνετης ζωής, εκμεταλλευόμενοι αδυναμίες και περιστάσεις για να αναδειχτούν από το ανώνυμο πλήθος - βρισκόμαστε άλλωστε ήδη στην αυγή των '60s και το Χόλιγουντ κάνει τα δικά του άλματα από την κατεστημένη ηθική. Το μνημειώδες κατόρθωμα του Μπίλι Γουάιλντερ είναι ότι όχι μόνο δεν κρίνει τους «μικρούς» του ανθρώπους, αλλά σε απόλυτη συμφωνία με όλο του το έργο προτιμά να κοιτάξει πιο μέσα από την εξωτερική τους εικόνα, εκεί όπου πάντα, όσο σκληρός, κυνικός κι απάνθρωπος κι αν έχει γίνει ο κόσμος εκεί έξω, θα κρύβεται η ανθρώπινη ανάγκη, αδυναμία και το μεγαλείο τους.
Η - εκρηκτική, σε σημείο ισοπέδωσης κάθε έννοια της «χημείας» όπως την ξέραμε μέχρι τότε - συνάντηση της αεικίνητης σωματικής κωμωδίας του σπαρακτικού Τζακ Λέμον με τη στακάτη εσωτερικότητα της «δεν θα μπορούσε να το κάνει καμία σαν αυτή» Σίρλεϊ ΜακΛέιν δίνει τον τόνο σε μια κατεξοχήν κωμωδία που δεν φοβάται να αναμετρηθεί όχι μόνο με την «τελειότητα» σε ό,τι αφορά το timing, τις ατάκες, τη λεπτομέρεια σε κάθε κίνηση του προσώπου, του σώματος και των χεριών των πρωταγωνιστών του, αλλά και με την ίδια την τραγωδία, καθώς πίσω από τις «αστείες καταστάσεις» κρύβεται μια τόσο διάχυτη μελαγχολία που μετατρέπει αυτά τα Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη στην πιο θλιμμένη γιορτή που αναγκάστηκες να ζήσεις ποτέ.
Σε απαστράπτον ασπρόμαυρο αναμορφικό σινεμασκόπ, η «Γκαρσονιέρα» ξέρει ακριβώς τι ενώνει και τι χωρίζει τους ήρωες, κρατάει μακριά τον έναν από τον άλλον με ευρηματική χρήση του ντεκόρ, αφήνει κενούς χώρους ανάμεσά τους, αποτυπώνει και υπογραμμίζει με την πιο συναρπαστική μελαγχολία που έγινε ποτέ το μέγεθος ενός κόσμου (και μιας τέχνης, όπως αυτή του σινεμά), που μεγαλώνει χωρίς να υπολογίζει τι ακριβώς μένει στο κάδρο και τι μένει απ' έξω.
Μέσα σε αυτό το σχεδόν απόκοσμο, αν και τόσο γνώριμο, τοπίο, φτιαγμένο από γυάλινες επιφάνειες, υπόγεια μπαρ, άδειες λεωφόρους, ο Μπίλι Γουάιλντερ στρέφει το βλέμμα του ακριβώς εκεί που πρέπει να κοιτάξεις αν, παρά τις όποιες συνθήκες, συνεχίζεις να πιστεύεις και να ελπίζεις σε κάτι που να αξίζει τον κόπο. Από το πλήθος των ανθρώπων που ζουν στη Νέα Υόρκη και που «αν τους στοίβαζες τον ένα δίπλα στον άλλον θα έφταναν μέχρι το Πακιστάν», ξεχωρίζει έναν μοναχικό άντρα και ένα μοναχικό κορίτσι, από τα εκατομμύρια ιστορίες που συμβαίνουν καθημερινά σε μια εταιρία ξεχωρίζει τη δική τους, από μια πόλη που μεγαλώνει τόσο γρήγορα ώστε πλέον δεν μπορείς να διακρίνεις τη γειτονιά σου ξεχωρίζει μια «γκαρσονιέρα». Και από δισεκατομμύρια πιθανές απαντήσεις που θα έδινες σε κάποιον που την ώρα που παίζετε χαρτιά σου εξομολογείται «σ’ αγαπώ», επιλέγει το «Σκάσε και μοίραζε», ως διαρκή απόδειξη ευφυΐας, χιούμορ, σάτιρας, ανατροπής, τραγικότητας, διαχρονικότητας - όσα έμειναν ευτυχώς για πάντα (και για πάντα) κλειδωμένα μέσα σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά μιας μεγάλης στιγμής του σινεμά.