Ακόμα και να μην συμπαθείς τον Ζακ Σνάιντερ και τις ταινίες του, κυρίως με ό,τι κατάφερε να κάνει (ή καλύτερα να μην κάνει) με το Snyder-verse του στο DCEU, σίγουρα δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις ότι είναι ένας από εκείνους τους σκηνοθέτες που δεν το βάζουν εύκολα κάτω και παραμένουν σταθεροί στις κινηματογραφικές τους αξίες και στο όραμά τους.
Κάπως έτσι λοιπόν νιώθεις όταν παρακολουθείς και τη νέα του ταινία «Rebel Moon: Part 1 - A Child of Fire», μια ταινία που θα μπορούσε να είχε καταλήξει να είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που έκανε την εμφάνισή του στο Netflix. Κι αυτό γιατί η διαστημική όπερα του Σνάιντερ προέρχεται από μια ιδέα για μια ταινία «Star Wars» την οποία είχε δώσει στην Lucasfilm λίγο καιρό μετά από την απόκτησή της από την Disney, αλλά απορρίφθηκε επειδή από την αρχή ήθελε να πει μια νέα ιστορία με νέους χαρακτήρες αλλά και με μια πιο «ακατάλληλη» ενήλικη ατμόσφαιρα.
Παρόλα αυτά όμως, ακόμα κι έτσι, δεν μπορείς να μην διακρίνεις αυτές τις επιρροές από το έπος του Τζορτζ Λούκας (και από πολλές και διάφορες ταινίες επιστημονικής φαντασίας) στην ταινία του Σνάιντερ, μαζί με αρκετές αναφορές και από τους «Επτά Σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάουα. Και όλα αυτά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα πραγματικά εντυπωσιακό διαστημικό έπος, αν το αποτέλεσμα δεν κατέληγε σε κάτι το τόσο ανοικονόμητα βαρετό.
Το σενάριο, το οποίο το έχει γράψει ο ίδιος ο Σνάιντερ μαζί με τους Σέι Χέιτεν και Κερτ Τζόνσταντ, επικεντρώνεται στους κατοίκους μια αποικίας σε έναν πλανήτη στην άκρη του γαλαξία, οι οποίοι απειλούνται από τις στρατιές του τυραννικού ηγέτη, Μπαλισάριους. Απεγνωσμένοι οι κάτοικοι αφήνουν τη μοίρα τους πάνω σε μια κοπέλα με ένα μυστηριώδες παρελθόν για να ψάξει να βρει πολεμιστές από τους γύρω πλανήτες και να τους βοηθήσει να πολεμήσουν.
Ηδη, διαβάζοντας και μόνο την πλοκή της ταινίας, μπορείς να καταλάβεις το πώς θα εξελιχθεί η ιστορία της μέσα στις 2 ώρες και κάτι, χωρίς να πέσεις σχεδόν καθόλου έξω. Εξάλλου και ο Σνάιντερ προσπαθώντας να χτίσει ένα καινούργιο μύθο γύρω για το κινηματογραφικό του αυτό σύμπαν, δεν δίστασε να πάρει ό, τι μέρος μπορούσε από την πλοκή, τους χαρακτήρες αλλά και τα σκηνικά μερικών άλλων σπουδαίων ταινιών του είδους και να τα ενώσει σε ένα άγαρμπο συνονθύλευμα από αταίριαστα κομμάτια, σεναριακά κενά και ένα γεμάτο από exposition σενάριο που δεν βγάζει, ως το τέλος, πουθενά. Ναι υπάρχει ένα επικό στοιχείο μέσα σε όλα αυτά, αλλά είναι τόσο επιδερμικό που ξεφτίζει σχεδόν αμέσως.
Ομως, όπως και στις περισσότερες ταινίες του Σνάιντερ, το σενάριο και η πλοκή είναι απλά εδώ για να υπηρετήσουν την φαντασμαγορικό θέαμα. Αλλά αυτή η σεναριακή σοβαροφάνεια μετατρέπεται σε μια slow motion εξτραβαγκάνζα, με μοναδικό σκοπό στο αναδείξει περισσότερο τη δράση, πάντα εμπλουτισμένη με έντονους τόνους «μπορδοροδοκόκκινου» και γκρίζου (εξάλλου πέρα από την σκηνοθεσία ο Σνάιντερ υπηρετεί εδώ και ως διευθυντής φωτογραφίας) και άπειρου CGI. Μια δράση όμως αρκετά βαρετή, ανέμπνευστη και σε στιγμές άκρως απογοητευτική. Και είναι κάπως κρίμα γιατί υπάρχουν στιγμές που νιώθεις τις σπίθες μιας ευφάνταστης έμπνευσης όσο αφορά την δημιουργία των πλασμάτων να ξεπετάγονται εδώ κι εκεί, πριν αυτές σβήσουν μέσα μέσα στο μπουκωμένο από CGI πλάνο.
Το «Rebel Moon: Part 1 - A Child of Fire», τελειώνει, όπως θα περίμενε κάνεις με το «Μέρος 1ο» στον τίτλο του, με cliffhanger. Κάτι που θα έπρεπε να σε κάνει να ανυπομονείς μέχρι το δεύτερο μέρος (το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 2024), όμως, μοιάζει τόσο αδιάφορα πασέ. Και αυτό λέει περισσότερα για ολόκληρη την ταινία από ότι οι 2 ώρες που προηγήθηκαν. Ισως το δεύτερο μέρος να καταφέρει να την εξιλεώσει, αλλά για κάποιον λόγο δεν περιμένουμε (πόσο μάλλον ανυπομονούμε) κάτι τέτοιο να συμβεί…