Μια νεόνυμφη μετακομίζει στην επιβλητική έπαυλη του συζύγου της, όπου πρέπει να αντιμετωπίσει τη μοχθηρή οικονόμο του και την απειλητική σκιά της νεκρής πρώην του.
Ο Μπεν Γούιτλι είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες της Μεγάλης Βρετανίας, ένας δημιουργός που τα φιλμ που δεν μπορούν να καταταχθούν πουθενά αλλού εκτός από την περιοχή του ιδιοσυγκρασιακού. Με την επικείμενη ανάληψη των καθηκόντων του ως σκηνοθέτη στο επόμενο «Tomb Raider» εντούτοις να σηματοδοτεί πιθανότατα μια στροφή προς πιο εμπορικές περιοχές (κάτι που άλλωστε έχει δοκιμάσει με το «Free Fire»), η δική του εκδοχή στη «Ρεβέκκα», μοιάζει με μια ακόμη πρόβα σε κάτι πιο καλογυαλισμένο και ακριβό πριν το πρώτο του υποψήφιο blockbuster.
Η απόφασή του να ασχοληθεί με ένα βιβλίο που έχει ήδη μεταφερθεί αριστοτεχνικά στο σινεμά από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, δείχνει ασφαλώς αυτοπεποίθηση. Ή άγνοια ενός πολύ ορατού κινδύνου: τις βέβαιες συγκρίσεις με την προϋπάρχουσα ταινια. Το να συγκρίνεις όμως την δική του «Ρεβέκκα» με αυτή του Αλφρεντ Χίτσκοκ είναι κάτι που προφανώς δεν έχει νόημα, αφού ο Γούιτλι δεν ελπίζει προφανώς «να το κάνει καλύτερα», αλλά ίσως να το κάνει διαφορετικά.
Και η αλήθεια είναι πως ακόμη κι αν το φιλμ παραμένει πιστό στο βιβλίο, ακόμη περισσότερο δε από την εκδοχή του Χίτσκοκ που αναγκάστηκε να αλλάξει μια βασική λεπτομέρεια στις πράξεις του χαρακτήρα του Μαξ Ντε Γούιντερ λόγω των ηθικών κανόνων στους οποίους υπάκουε το Χόλιγουντ τότε. Ο Γουίτλι και οι συνεργάτες του, αντιμετωπίζουν το πρωτότυπο υλικό με σεβασμό και δίνουν προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια, χτίζοντας ένα φιλμ που δεν είναι τίποτα λιγότερο από απολαυστικό, ένα ζαχαρωτό για τα μάτια γεμάτο υπέροχες εικόνες, από την φωτεινή αρχή του έως την πολύ πιο σκοτεινή εξέλιξή του.
Ομως το σκοτάδι στην καρδιά της ιστορίας -κι αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα του φιλμ-, μοιάζει κι αυτό διακοσμητικό, δεν κατορθώνει να διαποτίσει ποτέ την ιστορία, να σε πείσει για τις βαθύτερες δοκιμασίες των ηρώων. Κι οι ηθοποιοί του μοιάζουν εναρμονισμένοι σε αυτό το κλίμα του ιλουστρασιόν δράματος με την Λίλι Τζέιμς να μοιάζει απόλυτα ταιριαστή στον ρόλο της αφελούς νεαρής, τον Αρμι Χάμερ να γοητεύει στα όμορφα κοστούμια του και την Κρίστιν Σκοτ Τόμας να κλέβει την παρασταση αν και δεν φτάνει στα επίπεδα της camp υπερβολής που θα επέτρεπε ο ρόλος.
Εν τέλει η «Ρεβέκκα» του Γουίτλι μοιάζει περισσότερο με μια από εκείνα τα καθώς πρέπει αστυνομικά δράματα βασισμένα σε βιβλία της Αγκάθα Κρίστι παρά με ένα γοτθικό δράμα μυστικών και τοξικών σχέσεων, δολοπλοκιών και ένοχων συνειδήσεων. Στην τωρινή εκδοχή η Ρεβέκκα της ταινίας είναι μια γυναίκα που ακολουθεί τον δικό της δρόμο προς μια ενηλικίωση την ψυχολογική ενδυνάμωση ή απλά την αποδοχή πως το κακό και το καλό είναι πολλές φορές αξεδιάλυτα μπλεγμένα στην πραγματική ζωή. Αλλά μεταξύ μας η ουσία της ταινίας δεν μοιάζει παρά να είναι στην επιφάνειά της, στον φροντισμένο τρόπο που οι εικόνες της ξετυλίγουν μια ιστορία που σε γοητεύει και σε παρασύρει, δίχως να απαιτεί από εσένα πολλά περισσότερα από το να της παραδοθείς.