Το 1902 o μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Τζέιμς Μάθιου Μπάρι στο διήγημά του με τίτλο «Το μικρο άσπρο πουλί», πλάθει για πρώτη φορά την ιστορία ενός επτάχρονου αγοριού από το Λονδίνο που μαθαίνει να πετά χάρη σε νεράιδες που το υιοθετούν λίγο μετά τη γέννησή του. Εννέα χρόνια αργότερα, κι έχοντας μετατρέψει στο ενδιάμεσο διάστημα την αρχική του ιδέα και σε θεατρικό έργο, ο Μπάρι γράφει το «Πίτερ Παν και Γουέντι», αφήνοντας ως παρακαταθήκη στην παγκόσμια λογοτεχνία τον ήρωα που έμελλε να ταυτιστεί με την παιδική αθωότητα και την έννοια της απόδρασης, στη ρομαντικοποιημένη της διάσταση.
Fast forward στο 1953. Η Ντίσνεϊ δίνει στον ήρωα του Μπάρι τη χαρακτηριστική μορφή με την οποία καθιερώθηκε στη δημοφιλή κουλτούρα. Η Χώρα του Ποτέ, τα Χαμένα Αγόρια, η Γουέντι, οι πειρατές, οι γοργόνες και οι νεράιδες του κλασικού μυθιστορήματος αποκτούν πλέον οπτική ταυτότητα και αυτόματα γίνονται κτήμα της εταιρίας κολοσσού, όχι μόνο στα χαρτιά, αλλά και ως προς τον τρόπο που αφομοιώνονται στη συλλογική συνείδηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο 2025, όπου παραπάνω από έναν αιώνα μετά την αρχική σύλληψή του, ο Πίτερ Παν συναντά το Twisted Childhood Universe (γνωστό και ως Poohniverse, ονομασία που οφείλει στο γνωστότερο τέκνο του, «Γουίνι το Αρκουδάκι: Αίμα και Μέλι») του Στούντιο Jagged Edge Productions, με το αποτέλεσμα να έχει, αυτή τη φορά, θετικό πρόσημο.
Στα χέρια του Σκοτ Τσέιμπερς το αιώνια ανέμελο αγόρι μετατρέπεται σε έναν εκκεντρικό weirdo που, σαν άλλος Νόρμαν Μπέιτς, εξαιτίας της επίδρασης της δεσποτικής (και κακοποιητικής;) μητέρας του, καταλήγει να διαπράττει τον ένα φόνο μετά τον άλλο, σε μία προσπάθεια αναζήτησης της προσωπικής του πλήρωσης. Κατά τον ίδιο, το κίνητρό του είναι ευγενές: θέλει να σώσει τα ανήλικα αγόρια σκοτώνοντάς τα, στέλνοντάς τα έτσι στη Χώρα του Ποτέ, προκειμένου να τα λυτρώσει από τη σκληρότητα αυτού του κόσμου. Νταρκ; Ναι. Και γίνεται ακόμη περισσότερο, καθώς δεν δρα μόνος. Στο πλευρό του έχει την Τίνκερμπελ, μία ναρκομανή τρανς που απήγαγε όταν εκείνη ήταν μικρή, μετατρέποντάς τη στο πέρασμα των χρόνων σε πιστή του ακόλουθο.
Οταν ο αδερφός της Γουέντι, Μάικλ πέσει θύμα απαγωγής του αυτοαποκαλούμενου «Πίτερ Παν», εκείνη θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να τον βρει και να τον φέρει πίσω ζωντανό, με κάθε κόστος. Κι ας έχει να κάνει με έναν σίριαλ κίλερ, ο οποίος είναι χρόνια καταζητούμενος χωρίς να έχει εντοπίσει κανείς ούτε ένα ίχνος του.
Ο Πίτερ Παν του Twisted Childhood Universe είναι όλα όσα υπόσχονται οι δημιουργοί του. Νταρκ, γκροτέσκος και – όντως – τουίστιντ. Ενσωματώνει το αιματοβαμμένο σύμπαν του «Terrifier» στον αφελή-ονειρεμένο-ωδή στην παιδικότητα κόσμο που οραματίστηκε ο Μπάρι το 1902, μετατρέποντάς τον σε εφιάλτη (no pun intended) και παίζοντας με την αμφισημία των συμβόλων, ναι μεν επιφανειακά, αλλά συγχρόνως λειτουργικά.
Κόντρα σε κάθε προγνωστικό που θέλει τις μικρές ανεξάρτητες σλάσερ παραγωγές να αποτυγχάνουν παταγωδώς, από το (ευρύτερα) αισθητικό μέχρι το εισπρακτικό κομμάτι, και πάει λέγοντας, το «Πίτερ Παν: Εφιάλτης στη Χώρα του Ποτέ» πετυχαίνει την πρόθεσή του, δίνοντας μία – πολύ – σκοτεινή και συγχρόνως φαν (για τους λάτρεις του είδους) εκδοχή της ιστορίας. Υιοθετεί όλα σχεδόν τα στοιχεία της ορίτζιναλ μυθολογίας (ή τέλος πάντων αυτής που η Ντίσνεϊ καθιέρωσε ως «ορίτζιναλ»), από το παιχνίδισμα με τη σκιά, μέχρι τη νεραϊδόσκονη και τον Κάπτεν Χουκ, αξιοποιώντας τα κατά κύριο λόγο ευφάνταστα, ευρηματικά και ταυτόχρονα τραβηγμένα και υπερβολικά, με τρόπο που ωστόσο δεν αποβαίνει ενοχλητικός ή ετερόκλητος σε σχέση με το σύνολο της ταινίας, αλλά μάλλον καταλήγει να προσθέτει σε διαστροφή και καφρίλα (που εδώ είναι και το ζητούμενο).