Ηταν 1η Ιανουαρίου του 2022 όταν το βιβλίο του Α. Α. Μιλν «Γουίνι το Αρκουδάκι» κατοχυρώθηκε ως «κοινό κτήμα» (public domain) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό σημαίνει πως πλέον δεν προστατεύεται από κανέναν νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων, κάτι που δίνει το ελεύθερο σε οποιονδήποτε δημιουργό να το προσαρμόσει και να το μεταφέρει όπως θέλει. Αν και η έννοια του «κοινού κτήματος» περιλαμβάνει αμέτρητα αξιοσημείωτα έργα που έχουν γίνει αριστουργήματα στο παρελθόν - για παράδειγμα σχεδόν όλα τα παραμύθια που έχει μεταφέρει η Disney στον κινηματογράφο-, η συγκεκριμένη περίληψη του κλασικού πλέον παιδικού βιβλίου προκάλεσε αντιδράσεις όταν, σχεδόν αμέσως, ανακοινώθηκε πως βρίσκονταν στα σκαριά μια ταινία τρόμου όπου ο Γουίνι το Αρκουδάκι και το Γουρουνάκι θα πρωταγωνιστούσαν… ως αιμοδιψείς ανθρωποφάγοι δολοφόνοι.
Εδώ είμαστε, έναν χρόνο μετά σχεδόν, που κυκλοφορεί ήδη στο εξωτερικό και έρχεται στην χώρα μας αυτή η ταινία. Η ταινία αυτή, ονόματι «Γουίνι το Αρκουδάκι: Αίμα και Μέλι», δεν θυμίζει καθόλου τον Γουίνι του βιβλίου και ελάχιστα τον Γουίνι της Disney - τα πνευματικά δικαιώματα αυτής της εκδοχής ισχύουν ακόμα, κάτι που αποτρέπει την ταινία να χρησιμοποιήσει γνωστά πλέον στοιχεία της. Στις δύο παραπάνω εκδοχές (του βιβλίου και της Disney), ακολουθούμε τον Γουίνι το Αρκουδάκι, ένα ζωντανό λούτρινο αρκουδάκι που ζει με τους φίλους του Γουρουνάκι, Τίγρη, Κουκουβάγια, Λαγό, Γκαρή το Γαϊδουράκι και Ρω το Καγκουρό-επίσης λούτρινα και μη ζωάκια- στο Δάσος των Γαλάζιων Ονείρων. Εκεί, τους επισκέπτεται ένα δεκάχρονο αγοράκι ονόματι Κρίστοφερ Ρόμπιν και μαζί απλώς απολαμβάνουν την ζωή, παίζοντας και μπλέκοντας σε μικρές περιπέτειες με ηθικά διδάγματα. Το βιβλίο έχει έναν ήρεμο και γαλήνιο τόνο, ιδανικό για μικρά παιδιά, κάτι που έχει κρατήσει και η μεταφορά της Disney.
Η ταινία, από την άλλη. του Ρις Φρέικ-Γουότερφιλντ κοιτάζει την ιστορία από μια τελείως διαφορετική σκοπιά. Σε αυτή, ακολουθούμε τον Γουίνι και το Γουρουνάκι (πλέον υβρίδια ζώου και ανθρώπου αντί για λούτρινα), οι οποίοι έχουν αγκαλιάσει τα «θηριώδη» ένστικτά τους αφού τους εγκατέλειψε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν για να πάει στο κολέγιο και τους άφησε να πεινάσουν έναν ολόκληρο βαρύ χειμώνα. Αφού λοιπόν έφαγαν τον Γκαρή (ναι, διαβάσατε σωστά), απεκδύθηκαν τα ανθρώπινα στοιχεία τους και έγιναν εντελώς μισάνθρωποι και ανθρωποφάγοι, σκοτώνοντας και τρώγοντας όποια καημένη ψυχή κατέληγε στο Δάσος των Γαλάζιων Ονείρων. Ολα αυτά μας τα δείχνει η ταινία με ένα μικρό αφήγημα με απλοϊκά κινούμενα σχέδια στο στυλ του βιβλίου στην αρχή, το οποίο, αν και έχει μια μικρή γοητεία, προϊδεάζει για τον χαμηλό προϋπολογισμό της ταινίας.
Αμέσως τοποθετούμαστε χρόνια μετά, όπου ο ενήλικος πλέον Κρίστοφερ Ρόμπιν φέρνει την αρραβωνιαστικιά του να γνωρίσει την παλιά του παρέα- όπως κάθε λογικός άνθρωπος θα έκανε, φυσικά-, μόνο για να αντιμετωπίσουν τα φρικιαστικά εκτρώματα που είναι πλέον οι φίλοι του. Δυστυχώς, με τον όρο «φρικιαστικά εκτρώματα» εννοούμε τους ξεκάθαρους ανθρώπους με φτηνές μάσκες που ελάχιστα φέρνουν στο μυαλό τους γνωστούς χαρακτήρες που υποτίθεται ότι αναπαριστούν, κάτι που είναι ξεκάθαρο όσο και αν προσπαθούν να το κρύψουν με υποφωτισμένα πλάνα και γωνίες κάμερας. Και αυτό γεννάει το ερώτημα που ίσως περιβάλλει τον θεατή σε όλη την ταινία-γιατί δεν δοκίμασαν μια άλλη προσέγγιση που ταίριαζε καλύτερα τον προϋπολογισμό τους;
Τέλος πάντων, αφού μετά από δέκα λεπτά περίπου τελειώνει η συνάντησή τους - με ένα ακόμα καρτούν το οποίο, αν και σκοπεύει στο ανατριχιαστικό, είναι άθελά του ξεκαρδιστικό - εμφανίζονται οι τίτλοι αρχής της ταινίας. Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το τέλος της ταινίας, και ό,τι έχει προηγηθεί να μείνει ως ένα ενδιαφέρον ταινιάκι μικρού μήκους, καταδικασμένο από χαμηλό προϋπολογισμό. Αλλά όχι, εδώ είναι που αρχίζει η κυρίως ιστορία, που βλέπει μια παρέα εφήβων κοριτσιών να πηγαίνουν εκδρομή στο Δάσος (που οι τίτλοι αρχής της ταινίας μας πληροφορούν πως έχει εξαφανιστεί άπειρος κόσμος). Δυστυχώς, ότι διαβάσατε είναι περίπου ότι ακριβώς λέει η ταινία για τις έξι κοπέλες, οι οποίες δεν έχουν τίποτα ενδιαφέρον - εκτός από τις πραγματικά απαίσιες ερμηνείες των ηθοποιών που τις υποδύονται - για να κάνει τον θεατή να τις δει ως χαρακτήρες, αντί αυτού που είναι όντως: δικαιολογία να δούμε τον Γουίνι και το Γουρουνάκι να σκοτώνουν κόσμο. Εχοντας σχεδόν πλήρως παραμερίσει την κάπως υποσχόμενη υπόθεση της αρχής, βλέπουμε για την υπόλοιπη ταινία την παρέα αυτή να σφαγιάζεται μία προς μία από τους δολοφόνους-οι οποίοι ούτε αυτοί έχουν κάποιο παραπάνω κίνητρο εκτός από ότι ειπώθηκε στην αρχή.
Το αποτέλεσμα είναι ένα αδιάφορο slasher film. Διαρκεί μια ώρα και είκοσι λεπτά, ωστόσο η παγερή αδιαφορία που νιώθει ο οποιοσδήποτε θεατής στο θέαμα κλισέ κακοπαιγμένων κοριτσιών να πεθαίνουν από χιλιοπαιγμένες απομιμήσεις δολοφόνων που διαφέρουν μόνο στο όνομα το κάνει να φαίνεται τόσο πολύ μεγαλύτερο και, με απλά λόγια, βαρετό. Το όποιο σοκ έχει εξαφανιστεί πριν καν ξεκινήσουν οι τίτλοι αρχής, το σενάριο είναι τόσο κλισέ που φαίνεται από χιλιόμετρα προς τα που θα πάει, και, παρά το γελοίο της υπόθεσης, η ταινία παίρνει τον εαυτό της 100% σοβαρά. Παρά το χιούμορ που οποιοσδήποτε θα περίμενε ακούγοντας τις λέξεις «Γουίνι» και «slasher», η ταινία έχει έναν σκοτεινό, μηδενιστικό τόνο. Ακόμα και στον τομέα των φόνων, εκτός από λίγες, κάπως δημιουργικές εξαιρέσεις - όπως ο φόνος με το αμάξι που φαίνεται στο τρέιλερ και ο φόνος που δίνει τον τίτλο της ταινίας -, είναι ξεκάθαρο ότι οι δημιουργοί της ταινίας ούτε που προσπάθησαν να βρουν μια ευρηματική χρήση των «θηριωδών» εκδοχών των χαρακτήρων τους - όπου «θηριώδης» τελικά μεταφέρεται ως «Μάικλ Μάγιερς με άλλη μάσκα».
Εν συντομία, εκτός από κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές-οι οποίες βρίσκονται άνετα και με ένα απλό γκουγκλάρισμα-, η ταινία είναι απλά χάσιμο χρόνου. Παίζοντας τελείως σοβαρά με μια πλοκή που παρακαλάει να γίνει ίσως το απόλυτο b-movie, η ταινία θάβει γρήγορα ό,τι σχετικά ενδιαφέρον θα μπορούσε να προτείνει με μια αναμασημένη πλοκή, πραγματικά αδιάφορους χαρακτήρες και έναν μίζερο, σκοτεινό τόνο που απλά δεν της ταιριάζει. Η φθηνή παραγωγή δεν βοηθάει επίσης, κάνοντας την να δείχνει περισσότερο ως κάτι που κάποιος θα ανέβαζε στο YouTube για πλάκα παρά για μια επαγγελματική προσπάθεια που αναμένεται να αποφέρει κέρδος-κάτι που δυστυχώς έχει καταφέρει.
Στο άκουσμα της ταινίας θα μπορούσε κανείς να ενθουσιαστεί (επιφυλακτικά πάντα) για ένα απόλυτα γελοίο gorefest που θα μπορούσες να βάλεις σε μια παρέα και να περάσετε καλά με την γελοιότητα του. Δυστυχώς όμως, το τελικό αποτέλεσμα δεν αξίζει ούτε σε αυτό το επίπεδο, καθώς κάνει το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια ταινία: περνάει πραγματικά αδιάφορη.