Οι ταινίες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Σε αυτές που με αφορμή ένα άγνωστο κατά βάση γεγονός ανοίγουν την εικόνα στο μεγαλύτερο κάδρο της φρίκης, της ανθρώπινης κατάπτωσης, της ιστορικής λήθης. Και σε αυτές που δεν το κάνουν.

Η δεύτερη αυτή κατηγορία ταινιών μπορεί να μην προσθέτει πολλά στην κινηματογραφική ιστορία, αλλά εμπλουτίζει την άλλη, εκείνη με το κεφαλαίο γιώτα, φέρνοντας στο προσκήνιο πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης που αν έλειπε η ένδειξη «βασίζεται σε αληθινά γεγονότα» θα ορκιζόσουν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να συμβούν στην πραγματικότητα.

Τα «Μαθήματα Περσικών» ανήκει σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ταινιών και ταυτόχρονα στο μεταίχμιο της ιστορικής αλήθειας, καθώς υποστηρίζει ότι «είναι εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα», ωστόσο το σενάριο του Ιλια Ζόφιν βασίζεται σε ένα διήγημα του θρυλικού Γερμανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Βόλφγκανγκ Κόλχασε με τίτλο «Εφεύρεση μιας Γλώσσας» όπου ένας Εβραίος αιχμάλωτος, προκειμένου να παρατείνει τη φυλάκιση του και να εκμεταλλευτεί το χρόνο που περνά θα υποκριθεί ότι ξέρει περσικά, γλώσσα που θέλει να μάθει διακαώς ο Διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Οπως είναι φανερό ήδη από την αρχική περιγραφή της ιστορίας, οι δυναμικές που θα αναπτυχθούν ανάμεσα στους δύο άντρες θα βρεθούν στο κέντρο της αφήγησης, καθώς ο Βέλγος κρατούμενος θα πρέπει να βρει μια μέθοδο να θυμάται τις ακατάληπτες λέξεις που είναι δήθεν ιρανικές και ο Ναζί Διοικητής θα φωτίσει μια κάπως πιο ανθρώπινη πλευρά του… τέρατος. Στο φόντο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης συνεχίζει να πάλλεται από την αγωνία της ανθρώπινης επιβίωσης και το «παιχνίδι» που παρακολουθούμε μόνο παροδικά απομακρύνει το βλέμμα από τη φρίκη.

Ο Ουκρανικής καταγωγής Βάντιμ Πέρελμαν του κάπου, κάπως, κάποτε διάσημου και οσκαρικού ντεμπούτου του «House of Sand and Fog» του 2003, που έφτιαξε με τη βοήθεια γλωσσολόγων την ανύπαρκτη γλώσσα που εφευρίσκει ο Εβραίος αιχμάλωτος, παρασύρεται δικαιολογημένα από την παραδοξότητα του περιστατικού και σκηνοθετεί με νεύρο τις συναντήσεις των δύο αντρών. Η επιλογή του Ναχουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ (από το «120 Χτύποι το Λεπτό») και του διάσημου Γερμανού αλλά και διεθνώς Λαρς Αϊντιγκερ («Personal Shopper») στους ρόλους του Εβραίου και του Ναζί, αντίστοιχα, τον δικαιώνει απόλυτα, αφού και οι δυο τους πείθουν τόσο για τις καταγωγές τους, όσο και για τις αμφιβολίες που θα απλωθούν μπροστά τους σε κάθε κρίσιμη στιγμή μιας κατά λάθος ή ηθελημένης αποκάλυψης.

Είναι περισσότερο τα κλισέ που δεν αποφεύγει ο Πέρελμαν που μικραίνουν διαρκώς την ταινία του, είτε αυτά έχουν να κάνουν με τη μελοδραματική διάσταση της ιστορίας, είτε με τους δύο χαρακτήρες - σύμβολα που συχνά βρίσκονται περιορισμένοι μέσα στην κλασική εικονογραφία των περισσότερων ταινιών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ελαφρότητα που υπερτερεί χρονικά στην αφήγηση - προκαλώντας μέχρι και το χαρακτηρισμό «feelgood» - μπορεί να ξενίζει όταν ξαφνικά συνειδητοποιείς τι βλέπεις και που ακριβώς βρίσκεσαι, αλλά είναι άδικο να χρησιμοποιηθεί ως μείον σε μια ταινία που, αν και χωρίς θεαματικά αποτέλεσματα ούτε επίπεδα που θα την μετέτρεπαν σε ένα διαχρονικό σχόλιο πάνω στις έννοιες της κοινής γλώσσας, επικοινωνίας και ταυτότητας, ολοκληρώνεται τουλάχιστον σε μια συγκινητική ιστορία, εμπνευσμένη από μια σκληρή, αποτρόπαια πραγματικότητα.