Είναι δύσκολη η δουλειά ενός feel-good δράματος να ισορροπήσει με χάρη στην λεπτή αυτή γραμμή που βρίσκεται ανάμεσα στην καθαρά αβίαστη συγκίνηση και στο εκβιαστικό μελόδραμα. Η νέα ταινία του ηθοποιού και ντοκιμαντερίστα Φίσερ Στίβενς, η οποία προβάλλεται ήδη στο Apple TV+, φαίνεται πως έχει στιγμές τις οποίες το καταφέρνει χωρίς όμως να προσφέρει κάτι αληθινά ξεχωριστό και σίγουρα χωρίς τον αντίκτυπο που θα ίσως θα περίμενες.
Ο Εντι Πάλμερ επιστρέφει στη μικρή πόλη της Λουϊζιάνα όπου μεγάλωσε μετά από 12 χρόνια φυλακής. Μέχρι να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, αναγκάζεται να μείνει στο σπίτι της γιαγιάς του η οποία τον μεγάλωσε μετά τον θάνατο του πατέρα του και πιάνει μια δουλειά ως επιστάτης στο τοπικό δημοτικό σχολείο. Δίπλα από το σπίτι της γιαγιάς του μένει η Σέλι, μια γυναίκα η οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον εθισμό της με τα ναρκωτικά, μαζί με το μικρό παιδί της, τον Σαμ. Οταν αυτή όμως φεύγει και τον παρατάει μόνο του, ο Πάλμερ αναγκάζεται, κάπως άθελά του, να τον πάρει υπό την προστασία του.
Μπορεί σαν σενάριο να ακούγεται κάπως κοινότυπο και χιλιοειπωμένο, και είναι, αλλά υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια η οποία κάνει την ταινία του Στίβενς να διαφέρει από τις περισσότερες του είδους. Ο Σαμ είναι ένα παιδί μη συμμορφωμένο με το φύλο του (gender nonconforming), το οποίο προτιμά να ντύνεται ως νεράιδα ή πριγκίπισσα και να φορά κραγιόν ζώντας μέσα σε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία του Αμερικάνικου Νότου. Ο Στίβενς στήνει με μεθοδικότητα το δράμα του και ακολουθεί τους χαρακτήρες του άλλοτε με μια απροκάλυπτη ειλικρίνεια και με μια μαγική τρυφερότητα και άλλοτε με μια ακατέργαστη σκληράδα αλλά πάντοτε με έναν πραγματικό σεβασμό μέχρι καιτο τέλος.
Ομως πέφτει σε μελοδραματικές υπερβολές και αρκετές σεναριακές ευκολίες, ειδικά στο δεύτερο μισό της ταινίας, η οποία τότε φαίνεται πως απλά ακολουθεί μια αρκετά πιο γνώριμη και προβλέψιμη τροπή από το πρώτο πιο ενδιαφέρον μισό της. Κάτι που την κάνει να χάσει το ενδιαφέρον του θεατή με εύκολες συγκινήσεις, υπερβολές και κλισέ, τα οποία μπορεί να μην είναι και τόσο ενοχλητικά αλλά δεν παύουν να κουράζουν.
Παρόλα αυτά όμως η καρδιά και η ψυχή της ταινίας βρίσκεται στη σωστή πλευρά και κυρίως στους δυο πρωταγωνιστές της οι οποίοι καταφέρνουν να λάμψουν μέσα σε ένα μέτριο σενάριο. Ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ έχει δείξει αρκετές φορές τις ερμηνευτικές του ικανότητες, τουλάχιστον σε δεύτερους ρόλους, αλλά εδώ παίρνει για πρώτη φορά κεφάλι ως πρωταγωνιστής στο ρόλο ενός σκληροτράχηλου αρσενικού με τις απαραίτητες δόσεις σθένους και τρυφερότητας ο οποίος δίνει στον σχεδόν χάρτινο χαρακτήρα του μια παραπάνω διάσταση, ενώ ο πρωτοεμφανιζόμενος Ράιντερ Αλεν στον ρόλο του Σαμ δίνει στον χαρακτήρα του μια αυθεντική γλυκύτητα.
Το «Palmer» θα μπορούσε να ήταν μια δυνατή ταινία. Δεν καταφέρνει να σε προβληματίσει όσο θα έπρεπε, προσπαθώντας να ικανοποιήσει το κοινό της με όποιο τρόπο μπορεί, παίζοντας εκ του ασφαλούς με το μήνυμά της: αν και θετικό, δεν είναι τόσο αιχμηρό όσο περίμενες και ίσως τελικά θα έπρεπε να είναι.
Η ταινία προβάλλεται στο Apple TV+ με ελληνικούς υπότιτλους