Η ιδέα του να μεταμορφώσεις ένα μη μυθιστορηματικό βιβλίο σε φιλμ μυθοπλασίας είναι αν μη τι άλλο απροσδόκητη και αυτό το στοίχημα είναι εν πολλοίς κερδισμένο στην «Καταγωγή», το οποίο παρά την συνεχώς μεταβαλλόμενη φόρμα του, δεν σε αφήνει να χάσεις το ενδιαφέρον σου.
Η ΝτιΒερνέ εισάγει στην ταινία τη συγγραφέα του βιβλίου ως τον βασικό χαρακτήρα της, και ακολουθεί τη διαδρομή της στην καθημερινή της ζωή και τις (πολλές) δοκιμασίες της, παράλληλα με την διαδρομή των ιδεών της από τη σύλληψή τους, ως την έκδοσή τους σε βιβλίο.
Εχοντας ως αφετηρία μια διερώτηση για τον ρατσισμό στη σύγχρονη Αμερική, η Γουίλκερσον δοκιμάζει να κοιτάξει πιο βαθιά το φαινόμενο του μίσους προς συγκεκριμένες μειονότητες, αφήνοντας στην άκρη το χρώμα του δέρματος ή τη φυλή. Και κάπως έτσι, συγκρίνοντας τη δουλεία στην Αμερική, τον διωγμό των Εβραίων από τους Ναζί και την κάστα των Ντάλιτ (τη χαμηλότερη στην ινδική κοινωνική διαστρωμάτωση), καταλήγει στο συμπέρασμα πως η βαθύτερη αιτία του μίσους προς άλλες ομάδες δεν έχει να κάνει με τη φυλή, ή το χρώμα αλλά με την ταξική οριοθέτηση.
Οι ιδέες του βιβλίου κεντρίζουν το ενδιαφέρον και το φιλμ σε κάνει να θέλεις να τις διερευνήσεις περαιτέρω. Η απεικόνισή τους στην οθόνη εντούτοις, παράλληλα με τη δραματοποιημένη εξιστόρηση της ζωής της συγγραφέως του, δημιουργούν ένα κάπως αμήχανο αποτέλεσμα που συχνά κατορθώνει να είναι αβίαστα συγκινητικό κι άλλες μοιάζει με πανεπιστημιακό μάθημα, ή παρουσίαση σε powerpoint. Και οι σκηνές που διαδραματίζονται στο παρελθόν, ακολουθώντας δυο ζευγάρια ανθρωπολόγων στη Γερμανία της δεκαετίας του '30 και στη συνέχεια πίσω στην ρατσιστική Αμερική, είναι συχνά άβολες, σχεδόν μελό.
Μπορεί κανείς να υποθέσει τους λόγους για τους οποίους η ΝτιΒερνέ δεν θέλησε να μεταφέρει το «Caste» στην οθόνη με τη μορφή ενός πιθανότατα πολύ πιο πετυχημένου ντοκιμαντέρ, αλλά ακόμη κι έτσι η «Καταωγή» είναι μια ταινία στην οποία το μήνυμα είναι πολύ πιο δυνατό από το σινεμά.