Κανείς δεν μπορεί αμφισβητήσει την τεράστια επιτυχία της πρώτης ταινίας «Γάμος αλά Ελληνικά». Η πρώτη μας «χαριτωμένη» επαφή με την ελληνοαμερικάνικη οικογένεια Πορτοκάλος εν έτει 2002 ήταν φτιαγμένη από υπερβολική δόση ελληνικής πραγματικότητας όπως αρέσκονται να την βλέπουν οι ξένοι και δη οι Ελληνοαμερικάνοι, γεμάτη από στερεοτυπικούς εκκεντρικούς χαρακτήρες που θύμιζαν περασμένες εποχές και γενιές, περιτυλιγμένη από αιώνιο «Greek kefi» και πολλά «mori» και ακόμα περισσότερα «opa».

Μέσα λοιπόν σε αυτές τις «big fat» υπερβολές προσθέστε και ότι η ταινία έγινε η πιο εμπορική ρομαντική κομεντί στην ιστορία του αμερικανικού box-office, με τη Νία Βαρντάλος να προτείνεται τότε για Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου. Και φυσικά η Βαρντάλος βρήκε την ευκαιρία να βγάλει, κατά το ρητό, από τη μύγα ξύγκι δίνοντάς μας όχι μόνο ένα (αχρείαστο) σίκουελ το 2016, αλλά και τώρα μια (ακόμα πιο αχρείαστη) τρίτη ταινία η οποία ούτε με ένα ολόκληρο ταψί μπακλαβά για την χώνεψη δεν μπορεί να εξιλεωθεί.

Επίσης, πόσα ακόμα χτυπήματα μπορεί να αντέξει αυτός ο έρμος ο τόπος πχια;

Στην τρίτη ταινία η Τούλα και ο Ιαν παραμένουν παντρεμένοι. Νέος σταθμός στις περιπέτειές τους, ένα ταξίδι στην Ελλάδα, όπου εκτός από την επανασύνδεση με τους συγγενείς, η Τούλα ελπίζει να εντοπίσει τους φίλους του πατέρα της που έφυγε απ' τη ζωή.

Από την πρώτη στιγμή που η οικογένεια Πορτοκάλος φτάνει στην Ελλάδα αντιλαμβάνεσαι τη λάθος οπτική που έχει η Βαρντάλος για τη χώρα. Ας αφήσουμε εκτός το ότι με το που βγαίνουν από το Ελευθέριος Βενιζέλος βλέπουν τον Παρθενώνα μπροστά τους. Ας αφήσουμε το ότι φτάνουν από τον Πειραιά στο Λασίθι με ένα σαπιοκάραβο, το οποίο άνετα μπορούσε να μείνει στη μέση του Αιγαίου. Και ας αφήσουμε το πόσο χουβαρντάδες, συμπεριληπτικοί και φιλόξενοι μπορούν να είναι οι Ελληνες, παρά τον ρατσισμό τους.

Οχι.

Ακόμα και αν κάποιος εκλάβει την ταινία ως μια καρτποσταλική ρομαντική κομεντί, η οποία προσπαθεί να αναδείξει τις ομορφιές της χώρας μας και του αιώνιου «Greek summer», η Βαρντάλος σκηνοθετεί την ταινία σαν μια κάτοικος εξωτερικού η οποία έχει δει φωτογραφίες και έχει ακούσει ιστορίες για την Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έχει πατήσει το πόδι εδώ. Τα πάντα δείχνουν αδιάφορα και βαρετά - σε βαθμό που τα σποτάκια του ΕΟΤ μοιάζουν οσκαρικές ταινίες - με την Βαρντάλος να κινηματογραφεί τα πάντα (απίστευτο κι όμως αληθινό) χωρίς... κέφι.

Με ένα σενάριο γραμμένο στο πόδι, ξεχειλισμένο από ό,τι στερεότυπο (σε βαθμό κακής καρικατούρας) μπορεί να χωρέσει μέσα σε μια ταινία μιάμισης ώρας, η Νία Βαρντάλος (σε μια χείριστη ερμηνεία εδώ), πιστεύει ότι κάνει κωμωδία. Μόνο που κανείς δεν γελά με τα αστεία που μοιάζουν σαν να είναι βγαλμένα από μια άλλη εποχή, με χάρτινους ήρωες που δείχνουν πλέον ξεπερασμένοι, ιστορίες που δεν συνδέονται μεταξύ τους, όσο και αν η Βαρντάλος επιμένει, και ένα soundtrack το οποίο φαίνεται πως κάποιος δανείστηκε από το τελευταίο beachόμπαρο παίζοντας τις πιο πρόσφατες επιτυχίες του Γιώργου Αλκαίου και Αντώνη Ρέμου. Opa…

Το μόνο κρίμα σε όλο αυτό το «Greek panygiri»; Μπροστά σε μια ταινία η οποία προσπαθεί να τιμήσει τη μνήμη του Μάικλ Κόνσταντιν (ο οποίος έπαιζε στις δυο πρώτες ταινίες τον πατριάρχη της οικογένειας Πορτοκάλος και πέθανε το 2021), μιλώντας για μια οικογένεια η οποία προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τις ελληνικές ρίζες της, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βρεις ακόμη ένα σοβαρό λόγο για να κάψεις συθέμελα τις δικές σου. Κι αυτό λέει πολλά…