Αρκετά νωρίς μέσα σε αυτό το σίκουελ του «Γάμος Αλά Ελληνικά» και η σπανακόπιτα αντιμάχεται με τον μπακλαβά (και τα δύο σε συσκευασία ταψιού) ως πραγματικό... βάλσαμο για τα βάσανα που συνεχίζουν να ταλανίζουν την οικογένεια Πορτοκάλος.

Τα σημαντικότερα; Το γεγονός πως η κόρη της Τούλας και του Ιαν θέλει να αποτινάξει από πάνω της τη ρετσινιά της «ελληνίδας» που φέρει με το ζόρι και να φύγει μακριά από την οικογένεια της τώρα που υποβάλλει αιτήσεις για κολέγια. Και η συνταρακτική ανακάλυψη πως οι γονείς της Τούλας δεν είναι νόμιμα παντρεμένοι και άρα θα έπρεπε το συντομότερο να ανέβουν ξανά τα σκαλιά της εκκλησίας – πράγμα που σημαίνει κινητοποίηση όλης της οικογένειας και ανυπολόγιστες ώρες κομμωτηρίου.

Το πραγματικό βάσανο φυσικά της φασαριόζικης, καταπιεστικής, ευτραφούς, μεγαλόκαρδης και σαν να μην πέρασαν ποτέ 14 χρόνια φαμίλιας των Πορτοκάλος είναι ακριβώς αυτό: ότι στο μυαλό της Νία Βαρντάλος «οι άνθρωποι αλλάζουν, οι Ελληνες όχι», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το tagline της ταινίας, με αποτέλεσμα να νιώθεις όχι μόνο πως βλέπεις κάτι ξεπερασμένο, αλλά και συνειδητά κολλημένο σε εκείνα τα κλισέ που κάποτε λειτούργησαν, γιατί όχι και τώρα;

Μπορεί η εν έτει 2002 γνωριμία μας με την οικογένεια Πορτοκάλος να έκρυβε μερικές χαριτωμένες στιγμές μέσα στον ορυμαγδό των στερεοτύπων που πρέσβευε ως (άξια) σημαία των απανταχού Ελληνοαμερικάνων, αλλά η τεράστια επιτυχία εκείνης της ταινίας ήταν ταυτόχρονα και ένα σημάδι της εποχής της. Μιας εποχής που οι Ελληνες μπορούσαν να διασκεδάζουν με τον «big fat greek» εαυτό τους και αυτό να μην σημαίνει τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο – εκτός από το γεγονός πως το πρώτο «Γάμος αλά Ελληνικά» έγινε η πιο εμπορική ρομαντική κομεντί (!) στην ιστορία του αμερικανικού box-office (!!) και η Νία Βαρντάλος προτάθηκε για Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου (!!!).

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, τίποτα δεν είναι πια αστείο. Ούτε ο Γκας Πορτοκάλος που μαθαίνει ιντερνετ για να ανακαλύψει αν είναι απόγονος του Μέγα Αλέξανδρου, ούτε η θεία Βούλα που ξέρει όλες τις πικάντικες σεξουαλικές συμβουλές για να αναθερμανθεί ο γάμος της ανιψίας της, ούτε ο αδερφός της Τούλας που παραμένει ένας αγριάνθρωπος χωρίς τρόπους, ούτε φυσικά η πρόποση «στην πατρίδα και τη δραχμή» που ακούγεται σε ανύποπτο χρόνο, συνοδεία ούζου 12 για να ολοκληρώσει την κακόγουστη φάρσα που στήνει αυτή τη φορά χωρίς πραγματική όρεξη η Νία Βαρντάλος.

Τίποτα δεν είναι αστείο επειδή κανένα αστείο δεν μπορεί να είναι αστείο τη δεύτερη φορά όταν είναι το ίδιο με την πρώτη. Και τίποτα δεν είναι αστείο όταν στα χρόνια που μεσολάβησαν και στα χρόνια που η ταινία σκίζει στο αμερικανικό box-office η Ελλάδα βρίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται – αποτέλεσμα κατά πολύ όλων όσων συνεχίζουν να ενδίδουν στο greek kefi άνευ όρων και τώρα πια και άνευ πόρων.

Και κυρίως τίποτα δεν είναι αστείο επειδή η Νία Βαρντάλος γράφει εδώ πρόχειρα και βαριεστημένα, σε κάθε περίπτωση όχι χειρότερα απ’ όσο υποδύεται την Τούλα σαν μόλις να έχει βγει από ενισχυμένο μπότοξ και δεν μπορεί να νιώσει το προσωπό της - αλλά αφού πρέπει με κάποιο τρόπο να είναι η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να μετακινήσει τον άκαμπτο εαυτό της από σκηνή σε σκηνή. Ιδανική front woman ενός θιάσου που παίζει με μοναδικό οδηγό τη μπαλαφάρα, τα σπασμένα ελληνικά, τη μεγάλη ελληνική καρδιά και μια συνειδητή προσπάθεια να μην αλλάξει ποτέ κανείς ιδέα για το πόσο θορυβώδεις, αγράμματοι, πονηροί, σεξιστές, χοντροί αλλά και τελικά αξιολάτρευτοι είναι οι Ελληνες.

Αν το «Γάμος αλά Ελληνικά 2» δεν σε κάνει να θες να φερθείς βίαια – εκμηδενίζοντας μονομιάς την απόσταση από την «άκακη κωμωδία» στο «κακόγουστο ούτε καν αστείο» είναι γιατί πριν από αυτό σε έχει κάνει να βαρεθείς – σίγουρα τη ζωή των Πορτοκάλος και σε κάθε περίπτωση τη δική σου. Και το γεγονός πως ένα ταψί μπακλαβά θα βοηθούσε το όλο πράγμα να χωνευτεί πιο εύκολα, δεν αποτελεί δικαιολογία, πόσω μάλλον δικαίωση.