Η λέξη «misericordia» μεταφράζεται ως έλεος, σε μια βιβλική συνθήκη που τη θέλει να περιγράφει τον ελεήμονα Θεό, αυτόν που συμπονά, συγχωρεί, προσφέρει ανακούφιση. Μια «θεϊκή» πράξη που, πάνω από τα ανθρώπινα, αποκαθιστά την τάξη σε έναν κόσμο που ισορροπεί ριψοκίνδυνα και συχνά χωρίς καμία πρόθεση ανάμεσα στο καλό και το κακό, στην επιθυμία και την καταπίεση της, στο έγκλημα χωρίς την τιμωρία (του). Μια πράξη φιλευσπλαχνίας για έναν κόσμο που θα μπορούσε να ανταλλάξει το φθόνο για τον «ξένο», τη ζηλοφθονία για τον «άλλο», τη λαγνεία για περισσότερα από όσα αντέχει κανείς να απολαύσει σε μια αυθαίρετη και άτακτη λίστα θανάσιμων και μη αμαρτημάτων.

Ως ένας επίγειος άγγελος ενός κάποιου τέτοιου ελέους φτάνει και στην μικρή επαρχιακή πόλη της περιοχής του Σάιντ Μαρσιάλ στην Οξιτανία, ο Ζερεμί. Επιστρέφει μετά από χρόνια για την κηδεία του παλιού αφεντικού του, όταν έφηβος ακόμη δούλευε στο φούρνο του. Η παρουσία του γεννά από την αρχή ερωτήματα (περισσότερα στον θεατή από ότι στους κατοίκους του μικρού χωριού), αλλά περισσότερο κι από αυτά, ξυπνά λες ένα κύμα καταπιεσμένων ορμών και ανεξέλεγκτων συναισθημάτων που δεν εξαντλούνται ή μάλλον εξαντλούν την ερωτική επιθυμία.

Η σύζυγος του φούρναρη, χωρίς να το λεκτικοποιεί «αναγκάζει» τον Ζερεμί να μείνει μαζί της λίγες μέρες ακόμη - του έχει στρώσει στο παιδικό δωμάτιο του γιου της, του Βανσάν. Ο Βανσάν ζηλεύει τον Ζερεμί, πιστεύει ότι θέλει να «τυλίξει» τη μητέρα του, την ίδια στιγμή που άμεσα ή έμμεσα εκδηλώνει μια παθιασμένη έλξη προς τον Ζερεμί, είτε αυτό σημαίνει ότι τον ελέγχει διαρκώς που πηγαίνει και τι κάνει, είτε τον προσκαλεί να «παλέψουν» στα χέρια όπως παλιά. Ο ιερέας του χωριού επίσης εμφανίζεται επίσης διαρκώς μπροστά στον Ζερεμί, εκδηλώνοντας διακριτικά ένα πόθο για τον νεαρό άντρα μαζί με απροκάλυπτες οδηγίες για τη συγκομιδή μανιταριών στο κοντινό δάσος όπου συναντιούνται.

Από τη μεριά του ο Ζερεμί δεν είναι αμέτοχος στον παράδοξο αυτό παροξυσμό επιθυμίας. Παρά την φαινομενική του ψυχρότητα, κάνει παρέα στην χήρα του φούρναρη «υποδυόμενος» κάπως το ρόλο του εραστή ή/και γιου της, προσπαθεί να αποφύγει τον Βανσάν αλλά συμμετέχει στα αγορίστικα «καλέσματά» του και επειδή διαισθάνεται την ερωτική επιθυμία του ιερέα, προσπαθεί να είναι δεκτικά ευγενικός. Η δική του επιθυμία εκδηλώνεται πιο γλαφυρά απέναντι σε έναν παλιό «φίλο», τον Γουόλτερ, που ζει μόνος του πίνοντας απεριτίφ τις πιο λάθος ώρες της ημέρας. Και προς το πρώην αφεντικό του που χωρίς ποτέ να μαθαίνουμε περισσότερα, μοιάζει να του «λείπει» πάρα πολύ, ειδικά όταν τον κοιτάζει με πόθο σε μια φωτογραφία με μαγιό στο οικογενειακό άλμπουμ.

Ποια όμως ήταν η σχέση του Ζερεμί με τον νεκρό φούρναρη; Γιατί ο Ζερεμί δεν λέει να φύγει από εκεί, παρά το bullying του Βανσάν; Γιατί ο Γουόλτερ μετανιώνει που θύμωσε με τον Ζερεμί όταν ο δεύτερος πήγε να τον χαϊδέψει; Γιατί ο ιερέας ζητάει από τον Ζερεμί να γίνει ο εξομολογητής του (σε μια από τις ωραιότερες ερωτικές εξομολογήσεις που είδαμε πρόσφατα στο σινεμά); Και γιατί φυτρώνουν μορχέλες εκτός εποχής σε ένα συγκεκριμένο σημείο του δάσους;

Οσο queer ακούγονται όλα αυτά, άλλο τόσο είναι, σε μια ταινία που μοιάζει να αναφέρεται στο «Θεώρημα» - με τον «ξένο» που έρχεται να διαταράξει τη λίμπιντο μιας «οικογένειας» - στη συσκευασία μιας κωμωδίας που στο «υγρό» έδαφος της φυτρώνουν «μανιτάρια» από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τον Κλοντ Σαμπρόλ, συν μια απολαυστικά offbeat παρατήρηση πάνω στα καταπιεσμένα ένστικτα της επαρχίας. Ολα μοιάζουν να κινούνται σχεδόν υπνωτισμένα σε μια ευθεία γραμμή λεπτής ειρωνίας που λοξοδρομεί διαρκώς μια προς το παραμύθι (τα σύμβολα είναι επαρκή: το δάσος, ο κακός λύκος…), μια προς το όνειρο (το ρολόι που επιβεβαιώνει τον διακεκομμένο νυχτερινό ύπνο του Ζερεμί) αμφισβητώντας διαρκώς την αληθοφάνεια ή ακόμη και την ίδια την αλήθεια των πραγμάτων.

Ο Αλέν Γκιροντί, σε αυτήν εδώ, την καλύτερη του ταινία μετά την εποχή του «Αγνώστου της Λίμνης» (που συνδύαζε το ίδιο απολαυστικά την επιθυμία με το μυστήριο) επαναδιαπραγματεύεται τους όρους με τους οποίους φτιάχνεις την «ανθρώπινη κωμωδία» σαν ένα συνονθύλευμα από κινηματογραφικά είδη και διαθέσεις - σε μια παράξενη ταινία που αντιμετωπίζει το αλλόκοτο σύμπαν της σαν κάτι απόλυτα καθημερινό και γοητεύει με το ρυθμό της, την υπέροχη φωτογραφία της Κλερ Ματόν και τις ερμηνείες αυτού του ιδιόρρυθμου θιάσου που όλοι, ακόμη και οι έμπειροι Κατρίν Φροτ, Ζακ Ντεβλέ και Νταβίντ Αγιάλα περιστρέφονται με περισσή χάρη γύρω από τον - πιο ιδανικός στον πιο ιδανικό ρόλο - Φελίξ Κίζιλ.

Στην πραγματικότητα, αυτό που διαπραγματεύεται θαρραλέα σε αυτήν την ταινία ο Αλέν Γκιροντί - και για να έρθουμε επιτέλους στη «βιβλική» διάσταση όσων παράδοξων διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας - είναι αυτή η έννοια της «αποκατάστασης» μιας τάξης με όρους πρωτίστως ανθρώπινους. Ο Ζερεμί μοιάζει να ξεκλειδώνει σε όλους όσους βρίσκονται γύρω του ταυτόχρονα τον καλύτερο και τον χειρότερο τους εαυτό, τις πιο μύχιες αλλά και τις πιο εφήμερες επιθυμίες τους Ολοι τους είναι για πρώτη φορά μάρτυρες μιας αλήθειας που ο Ζερεμί σκαρφίζεται στα ψέματα όχι τόσο για να σώσει το τομάρι του (γιατί και ο ίδιος έχει να λύσει τα δικά του θέματα) αλλά μάλλον για να σώσει όλους τους υπόλοιπους. Ηρωες μια φάρσας που μοιάζει να έχει στηθεί από ένα ανώτερο πνεύμα, όλοι τους μοιάζουν να παραδέχονται για πρώτη φορά τα συναισθήματα που έχει ο ένας για τον άλλον (από τις πιο τρυφερές στιγμές η συνειδητοποίηση της χήρας πως ο νεαρός ξένος αγαπούσε «πολύ» τον άντρα της), να αποδέχονται ένστικτα που μια μικρή κοινωνία δεν θα ομολογούσε ποτέ και να αναλαμβάνουν βέβηλη δράση ως αυτόκλητοι «δικαστές» απέναντι στα μικρά και τα μεγάλα εγκλήματα που μάλλον έχουν προκαλέσει οι ίδιοι.

Κάπου ανάμεσα στο «όλοι μπορούν να συμφιλιωθούν με τη συνείδηση τους» και στο «η ανθρωπότητα χρειάζεται τους απροσδόκητους θανάτους, χρειάζεται το φόνο», η αιρετική, αρκούντως ακατανόητη όπως οφείλει, ματιά του Γκιροντί πάνω στην «γυμνή» ανθρώπινη κατάσταση δεν περιλαμβάνει μόνο δύο (όχι ερωτικές) σκηνές με ανδρικά πέη σε ημι-στύση που προκαλούν την έκπληξη παρευρισκομένων και μη, αλλά και μια γήινη, μελαγχολική, αστεία ως θλιμμένη (και το αντίστροφο) ματιά πάνω στο που βρίσκονται οι απαντήσεις στα πιο «ανώτερα» ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και το ίδιο το «έλεος». Σίγουρα όχι στο Θεό, απαντά ο Γκιροντί, αλλά στους ανθρώπους.

«O μόνος τρόπος για να βρίσκεις τα μανιτάρια είναι να κοιτάζεις κάτω στη Γη.»