Ο Μάικ είναι ένας άνθρωπος με πολλά ταλέντα και γοητεία, αναζητά το αμερικανικό όνειρο και κάνει όσες περισσότερες δουλειές μπορεί. Αλλά τη νύχτα… είναι απλά μαγικός! Κάθε νύχτα εδώ και χρόνια μεταμορφώνεται σε σέξι χορευτή. Με το μοναδικό του στυλ και τις χορευτικές του κινήσεις, βάζει φωτιά στην πίστα του κλαμπ Xquisite. Οσο περισσότερο τον λατρεύουν οι γυναίκες, τόσο περισσότερα ξοδεύουν, και τόσο πιο χαρούμενος είναι ο Ντάλας,ο ιδιοκτήτης του κλαμπ. Ο Μάικ θα γνωρίσει τον 19χρονο Ανταμ και θα τον πάρει υπό την προστασία του. Θα του μάθει την τέχνη του χορού, του ξελογιάσματος και του εύκολου χρήματος. Μέχρι που θα εμφανιστεί η Μπρουκ, η καθώς πρέπει αδερφή του Ανταμ, που θα κάνει τον Μάικ ν' αναθεωρήσει τους στόχους του για το μέλλον και το πώς θα τους κατακτήσει.
Για να το πούμε πριν απ’ όλα: οι άντρες που θα δείτε σ’ αυτήν την ταινία θα σας κόψουν την ανάσα. Κυριολεκτικά. Θα σας κάνουν αχόρταγους, σε σκηνές θα γελάτε με την καρδιά σας, σε άλλες με νευρική αμηχανία, θα πετάξετε τον κυνισμό σας στα σκουπίδια, θα λαχανιάσετε, θα απολαύσετε, θα απορήσετε, θα θαυμάσετε, θα ηδονιστείτε, θα τους βγάλετε το καπέλο. Αν μπορούσατε θα τους βγάζατε και τα ρούχα, αλλά τα βγάζουν μόνοι τους, αστραπιαία. Σπάνια σε μια ταινία το αντίτιμο του εισιτηρίου σας είχε τέτοια άμεση εφαρμογή.
Τον ίδιο ενθουσιασμό με τον κόσμο των ανδρών στρίπερ φαίνεται να μοιράζεται και ο Στίβεν Σόντερμπεργκ, κινηματογραφώντας τους γενναιόδωρα, διψασμένα, με κέφι και αγάπη. Η αίσθηση που κυριαρχεί σε ολόκληρη την ταινία είναι η ακομπλεξάριστη διασκέδαση. Αφιερώνοντας συχνά ολόκληρα εικονογραφημένα τραγούδια (ναι, αυτό λέμε video clip), από power tecno μέχρι disco anthems, στις αψεγάδιαστες χορευτικές ρουτίνες των πρωταγωνιστών του, ο Σόντερμπεργκ βάζει από την αρχή το θεατή του σ’ ένα προκλητικό παιχνίδι επιθυμίας και απλόχερης προσφοράς, που δεν εγκαταλείπει μέχρι το τέλος. Αν η έκφραση «φάτε μάτια ψάρια» δεν είχε ήδη ειπωθεί, θα δημιουργούνταν για τον Magic Mike και τους συναδέλφους του.
Παράλληλα, επειδή σκηνοθέτης είναι ο Σόντερμπεργκ σε μία, ξανά, επίδειξη κινηματογραφικής αυτάρκειας (με ψευδώνυμα υπογράφει τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία και το μοντάζ της ταινίας), ακόμα και μόνο εικαστικά διαποτίζει το φιλμ με την αίσθηση της σκονισμένης εικόνας του αμερικανικού ονείρου, με μια βρώμικη, τεχνητή αποτύπωση της τελειότητας, όχι μέσα στο κλαμπ, αλλά στα εξωτερικά του πλάνα, όλα ηλιόλουστα όπως ταιριάζει στη Φλόριντα, αλλά κιτρινισμένα, παρηκμασμένα, αφύσικα.
Αν η ιστορία της ταινίας ανήκει στους άντρες που διεκδικούν το εύκολο χρήμα με νόμισμα τους κοιλιακούς τους, οι πρωταγωνιστές της ταινίας υπερβαίνουν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Ο Μάθιου ΜακΚόναχι, στο ρόλο του Ντάλας, πρώην χορευτή και νυν ιδιοκτήτη του κλαμπ και «μέντορα» ή προαγωγού των «υπαλλήλων» του, μοιάζει να περνά τη δυναμικότερη, υποκριτικά, χρονιά της καριέρας του, με μια απρόσμενα θαρραλέα ερμηνεία που συμπληρώνει εκείνες του «Killer Joe», του «Paperboy» και του «Mud». Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος στην ταινία, όχι μόνο γιατί είναι ο «μαγικός» πρωταγωνιστής, όχι μόνο γιατί η ιστορία βασίζεται στις δικές του, προσωπικές επαγγελματικές περιπέτειες προτού γίνει ηθοποιός, στοιχείο τρομερά γαργαλιστικό, αλλά κυρίως γιατί καλείται να δώσει στον ήρωά του βάρος και βάθος και το καταφέρνει με εξαιρετική φυσικότητα και άνεση. Οσο για τα υπόλοιπα αγόρια της παρέας, τον Τζο Μανγκανιέλο του «True Blood», τον Ματ Μπόμερ του «White Collar», τον Ανταμ Ροντρίγκες του «CSI: Miami» και τον πρωταθλητή του WWE, Κέβιν Νας, που στη σκηνή παίρνει το ταιριαστό ψευδώνυμο Ταρζάν, με την ίδια ευκολία που ξεκουμπώνουν τα παντελόνια τους, ασπάζονται και τις ιδιαιτερότητες των ρόλων τους, δίνοντάς τους χαρακτήρα και ανθρωπιά, ιδιαίτερα στις σκηνές που ο Σόντερμπεργκ παρακολουθεί, με ενδιαφέρον και στοργή, backstage, εκεί όπου τ’ αγόρια ετοιμάζονται πριν το σόου κάθε βράδυ. Οσο για τον «δευτεραγωνιστή» της ιστορίας, τον Αλεξ Πέτιφερ στο ρόλο του Ανταμ, πετυχαίνει με πιστότητα την περσόνα του ανίδεου, παρορμητικού 19χρονου που κάνει τα πάντα για τα λεφτά και τα κορίτσια. Το ίδιο δεν ισχύει για τις γυναίκες της ταινίας. Η Ολίβια Μαν, μεν, σ’ ένα μικρό αλλά σημαντικό ρόλο, ξεχωρίζει με την υπόγεια έντασή της και συνδυάζει την αθωότητα με το κολασμένο σεξ απίλ. Αντίθετα, η Κόντι Χορν, ως Μπρουκ, το βασικό ερωτικό ενδιαφέρον της ιστορίας, υποδυόμενη το κορίτσι της διπλανής πόρτας, αποδεικνύεται πιο μονοδιάστατη και ξενέρωτη από τα κορίτσια που κρύβουν οι περισσότερες πολυκατοικίες κοντά σας!
Βέβαια, όλος αυτός ο τεχνητός παράδεισος του Σόντερμπεργκ, μέσα στους τέσσερις τοίχους του Xquisite, μέσα στην αδύναμη αισιοδοξία του αυτοδημιούργητου Αμερικανού ότι μπορεί να καταφέρει το οτιδήποτε, μένει περίπου εκεί, στην αφελή θεώρηση του παραδείσου που έχουν και οι ήρωές του. Οσο το πρώτο μέρος της ταινίας ανεβάζει την ένταση και σπρώχνει τους ήρωες στο απόγειό τους, το δεύτερο μέρος ξεπετά τις ιστορίες, τις ολοκληρώνει πρόχειρα και απλοϊκά, μετατρέποντας κάτι που ξεκινά ελαφρώς σαν «Boogie Nights», σε ρομαντικό dramedy όπου το λαϊκό αγόρι πρέπει να κερδίσει την καρδιά της προκομμένης κοπελιάς, ν’ απαρνηθεί την κλίση του και να πάρει τον ίσιο δρόμο.
Η εξέλιξη της ταινίας μοιάζει λίγο με μια επίσκεψη (φανταζόμαστε!) στο πιο hot male strip joint του κόσμου, όπου ενθουσιάζεσαι με το σόου – κι αυτό είναι άφθονο, επαναληπτικό και ασυγκράτητο – και μετά, γυρίζοντας σπίτι, μένεις με μια αίσθηση ανικανοποίητου, μια εντύπωση ότι, τελικά, πολλά είδες και λίγα έκανες. Κι η αίσθηση αυτή παραμένει παρότι, φυσικά, η ταινία ουδέποτε υποσχέθηκε κάτι περισσότερο!
Περισσότερος «Magic Mike»