Μπορεί ο τεράστιος αστεροειδής που απειλούσε την Γη, να μην συγκρούστηκε μαζί της, αλλά οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να τον καταστρεψουν το κατάφεραν μόνοι τους. Τα χημικά από τους πυραύλους που έστειλαν να τον ανατινάξουν, μεταμόρφωσαν τα ψυχρόαιμα ζώα σε γιγάντια τέρατα και η ανθρωπότητα κατέφυγε σε υπόγειες αποικίες για να σωθεί. Ο Τζόελ ζει σε μια από αυτές αλλά δεν έχει ξεχάσει την καλή του από το σχολείο κι όταν θα ακούσει την φωνή της στον ασύρματο θα αποφασίσει να διασχίσει τα 85 μίλια που χωρίζουν τις αποικίες τους προκειμένου να την συναντήσει ξανά. Αψηφώντας τα τέρατα που θα συναντήσει στον δρόμο του.
Πετυχαίνοντας να χτίσει πειστικά έναν κόσμο κι ένα έξυπνο backstory, το «Love and Monsters» του νοτιοαφρικανού Μάικλ Μάθιους μοιάζει να αντλεί από την ίδια φλέβα με ταινίες που δεν παίρνουν το τέλος του κόσμου υπερβολικά στα σοβαρά και προς τιμήν της δεν παίρνει ούτε τον ίδιο τον εαυτό της υπερβολικά στα σοβαρά. Αντίθετα ξέρει να ισορροπεί στην λεπτή γραμμή όπου το εν δυνάμει τραγικό παρουσιάζεται ως παιχνιδιάρικο και χαριτωμενο, κερδίζοντας πόντους από τα ευρηματικά, τόσο τρομακτικά όσο και σχεδόν χαριτωμένα τέρατα κι από την αξιαγάπητη περσόνα του ήρωά της που υποδύεται με μπρίο ο Ντίλαν Ο’ Μπράιεν.
Οπως κάθε ταξίδι ενός ήρωα (ή αντιήρωα) προς την Ιθάκη του, έτσι κι αυτό, έχει σκαμπανεβάσματα, καθώς μερικά κομμάτια λειτουργούν καλύτερα από άλλα, αλλά αντίθετα από τις περισσότερες χολιγουντιανές περιπέτειες, αυτή εδώ όχι μόνο δεν αφήνει το ενδιαφέρον σου να σβήσει καθώς προχωρά, αλλά αντίθετα όσο περισσότερο χρόνο περνάς με τον ήρωα, τόσο περισσότερο νοιάζεσαι γι αυτόν και για το ταξίδι του.
Κι ακόμη κι όταν φτάσει στον προορισμό του, το «Love and Monsters» δεν έχει εξαντλήσει ακόμη τις εκπλήξεις του, κρατώντας για το τέλος το πιο fun κομμάτι του και ξεδιπλώνοντας με τον καλύτερο τρόπο την παιχνιδιάρικη, ευρηματική, ρομαντική, αστεία κατά στιγμές ακόμη και τρυφερή και τελικά αξιαγάπητη φύση του, που κατορθώνει να σε κερδίσει παρά τις όποιες αρχικές αντιρρήσεις σου.