Σ' ένα απροσδιόριστο μέλλον, η επιχειρηματική κατασκοπία παίζεται σε άλλα επίπεδα. Επιχειρήσεις προσλαμβάνουν συμμορίες για να κλέψουν την επόμενη ιδέα από... το υποσυνείδητό των ανταγωνιστών τους. Τα μέλη της συμμορίας, οι λεγόμενοι «Εξαγωγείς», σε ναρκώνουν σε βαθύ ύπνο, εισβάλουν κι εκείνοι στα όνειρά σου και σε αναγκάζουν να τους ομολογήσεις το καλά κρυμμένο σου μυστικό. Ο «Γκομπ» είναι ένας τέτοιος διαβόητος Εξαγωγέας, ο οποίος έχει μαζί του την ομάδα του: τον χημικό του, τον ειδικό στις μεταμορφώσεις, τον υπεύθυνο ασφάλειας και τον αρχιτέκτονά του – εκείνον που κατασκευάζει το περιβάλλον, τον κόσμο του ονείρου. Ο «Γκομπ» όμως δεν φέρνει μόνο τη φιλοδοξία και το ταλέντο του στη δουλειά. Κουβαλά και τους δαίμονές του. Η γυναίκα του, η Μολ, έχει πεθάνει αλλά στοιχειώνει το υποσυνείδητό του, εισβάλλοντας στα όνειρά του, ενώ ένα ένοχο μυστικό τον εμποδίζει να γυρίσει στον πραγματικό κόσμο όπου περιμένουν τα δυο παιδιά του.
Μέχρι που ένας πλούσιος Ιάπωνας επιχειρηματίας, ο Σάιτο, του προτείνει το αδύνατο: αν τον βοήθησει σε μία αποστολή, έχει τις διασυνδέσεις να τον απαλλάξει. Ο Γκομπ θα μπορεί να επιστρέψει σπίτι του. Η αποστολή όμως είναι η εξής: δε πρέπει να κλέψει μία ιδέα από τον κληρονόμο του ανταγωνιστή του. Πρέπει να του φυτέψει μία ιδέα: να μην αποδεχθεί την κληρονομιά, να διαλύσει την εταιρία του πατέρα του και να αρχίσει από την αρχή, έτσι ώστε να μείνει το μονοπώλιο της Αγοράς στον Σάιτο. Αυτή η μέθοδος εμφύτευσης ιδεών όμως, που ονομάζεται «Inception», απαιτεί από τον Γκομπ και τη συμμορία του να βυθιστούν σε τρία επίπεδα ύπνωσης – σε όνειρο, μέσα στο όνειρο, μέσα στο όνειρο. Εκεί όλα θα είναι πολύ πιο δύσκολα, πολύ πιο επικίνδυνα. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος κανείς να παραμείνει σ' ένα αιώνιο λίμπο, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Να μην μπορέσει να ξυπνήσει, να μην βρει το δρόμο να ξαναγυρίσει πίσω...
Δέκα χρόνια πριν, ο Κρίστοφερ Νόλαν ανατίναξε το μυαλό των θεατών με αυτό τον κινηματογραφικό κύβο του Ρούμπικ. Είχε ήδη υποψιάσει για την ικανότητα μη-γραμμικής, αλλά εγκεφαλικής, ανατρεπτικής αφήγησης με το «Memento». Είχε ήδη αποδείξει για το ταλέντο του να στήνει εντυπωσιακούς, meta-noir κόσμους, μέσα στους οποίους όμως ο ήρωας παραμένει τρωτός παρά τις υπερδυνάμεις του, με το «Dark Knight». Οχι, δεν είχε απογειωθεί ακόμα στο διάστημα με το «Interstellar», ούτε μάς είχε αφήσει παγιδευμένους στην αμμουδιά της «Δουνκέρκης». Βρισκόμαστε στο 2010 και ο Νόλαν καταθέτει για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές μάζες την προσωπική του αποστολή στο σινεμά: ένα blockbuster sci-fi θρίλερ, ένα μεταφυσικό heist movie, ένα φιλοσοφικό θεώρημα με τη μορφή γρίφου. Το απόλυτο mind-fuck.
Το στούντιο της Warner τον εμπιστεύεται κι εκείνος παραδίδει κάτι πρωτότυπο, μεγαλόπνοο, αναρχικό, αλλά και μελετημένο στην πυκνή του λεπτομέρεια. Γιατί δεν πρόκειται για ταινία, αλλά για... inception. Ενα κινηματογραφικό σύμπαν με πολλά νοητικά και μεταφυσικά επίπεδα, αποδόμηση και σύνθεση εννοιών, αλλά καμία ευκολία και καμία παρόρμηση. Από το λαβυρινθώδες σενάριο ακόμη, υπήρχαν σαφείς κανόνες, αυστηρή (για όποιον μπορούσε να την αναγνώσει) δομή και (τελικά) λογική. Ο Νόλαν είναι ο αρχιτέκτονας ενός ολόκληρου κόσμου, όχι απλά ο σεναριογράφος ενός ευρήματος. Εχει κατασκευάσει ένα «what if» και το έχει ακολουθήσει σε όλες τις πιθανές του διακλαδώσεις.
Μπορεί η πλοκή να στηρίζεται στο αξίωμα και το σασπένς των «μεγάλων κόλπων» και ληστειών του σινεμά, μπορεί η επική της κλίμακα να θυμίζει έναν sci-fi Τζέιμς Μποντ (με κοσμοπολίτικα γυρίσματα από το Τόκιο μέχρι τη Βομβάη και τις χιονισμένες πλαγιές των Αλπεων), αλλά ο Νόλαν δε θα επιτρέψει στο θεατή να παραμείνει στο πρώτο επίπεδο. Ούτε θα τον πάρει από το χέρι να του εξηγήσει τίποτα. Θα πρέπει να μπει κι εκείνος στο inception της αφήγησης, να κάνει δουλειά, να θυμάται τους κανόνες, να ενώνει τα κομμάτια του παζλ, να παρακολουθεί την ταινία σε άλλη διάσταση – όπως προσγειώνεσαι και εσύ στα σουρεαλιστικά όνειρά σου. Δε θυμάσαι πώς βρέθηκες εκεί, αλλά με έναν παράξενο τρόπο, για εκείνη τη χρονική στιγμή, αυτή είναι η αλήθεια σου.
Κι αν από το χαρτί ακόμα το αφήγημά του είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στη σύγκρουση συνειδητού κι υποσυνείδητου (κανείς μπορεί να βρει αναφορές από το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ μέχρι το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ), μία μελέτη για την αγάπη, την απώλεια, την ενοχή, την προδοσία, τη συγχώρηση, τους ρόλους που αναλαμβάνουμε για να επιβιώσουμε, η εικόνα του, το ζωντάνεμα του ονείρου σε βάζει στο «Matrix» του νέου αιώνα. Κτίρια που γκρεμίζονται ή γειτονιές που αναστηλώνονται, τρένα που σαρώνουν την κίνηση ενός αυτοκινητόδρομου, ολόκληρες πόλεις που, μπροστά στα μάτια σου, ακουμπούν ανάποδα τη γη στον ουρανό, σαν κάποιος να έχει, απλώς, διπλώσει το τρισδιάστατο μητροπολιτικό τοπίο στα δυο - σαν έναν χάρτινο χάρτη. Τα μέλη της συμμορίας που παλεύουν τον ονειρικό χρόνο, σε αργή κίνηση, χωρίς βαρύτητα, σ' ένα ασανσέρ ξενοδοχείου.
Ολα όμως συμβαίνουν, και πάλι, με τους κανόνες του Νόλαν. Ελάχιστα ειδικά εφέ, αλλά εμπιστοσύνη στην ευρηματική κινηματογράφηση του διευθυντή φωτογραφίας, Γουόλι Πφίστερ, και το ευφυές μοντάζ του Λι Σμιθ για να συνθέσει τις διαφορετικές πραγματικότητες που οραματίστηκε – με εγκεφαλικό εντυπωσιασμό μεν, αλλά και μία συναισθηματική οικειότητα που λείπει από τα action/thriller blockbuster και που σε κάνει να παραμένεις συνδεδεμένος με τους ήρωες. Σ' ενδιαφέρει να λύσεις τον γρίφο, απολαμβάνεις το σασπένς, χαζεύεις τα γεωμετρικά κάδρα και την υπερεαλιστική εικόνα, αλλά πάνω από όλα θέλεις να καταλάβεις τι βασανίζει τον Γκομπ. Ποιο είναι το μυστικό μέσα στο μυστικό, τι συμβαίνει στο όνειρο μέσα στο όνειρο.
Εκεί βρίσκεται η δύναμη του καστ – από τον Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ και τον Τομ Χάρντι, μέχρι τον Κεν Γουατανάμπι και την Ελεν «Αριάδνη» (που θα τους βγάλει με τον μίτο της από τον Λαβύρινθο) Πέιτζ. Η καρδιά της ταινίας όμως είναι το ζευγάρι. Ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο (φρέσκος τότε από το παρόμοιων ανατροπών «Shutter Island» του Μάρτιν Σκορσέζε) που ερμηνεύει τον Γκομπ με βασανισμένες, μεστές σιωπές μέσα στην full action ενέργεια. Η Μαριόν Κοτιγιάρ που κλαίει και γελάει στο ίδιο βλέμμα, στον ίδιο φθόγγο. Μέσα στο ενοχικό υποσυνείδητο του Γκομπ εμφανίζεται ως αδίστακτη femme fatale, αλλά φλασιές πραγματικότητας σε υποψιάζουν για ένα τρυφερό πλάσμα παγιδευμένο σε μια χρόνια προδοσία. Η δυναμική του έρωτα που κάνει δυο ανθρώπους να αισθάνονται μόνοι, πρωτόπλαστοι ενός δικού τους κόσμου. Η αληθινή ζωή που τους γεμίζει ανασφάλειες, τους κλονίζει και τους καταστρέφει.
Ολα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν την πανοραμική θέα στο όραμα του Νόλαν. Δεν λένε τίποτα όμως για την βαθιά του αναγκαιότητα να διηγηθεί αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία, όσο κάτι που πιάνει συγκινητική ρίζα και ταυτόχρονα απογειώνει την ταινία.
«Οταν γνωρίσει κανείς αυτό το παράλληλο σύμπαν, επιστρέφει συνεχώς. Γιατί δεν του αρκεί πια η πραγματικότητα» ξεστομίζει σε κάποιο κομβικό σημείο ο Γκομπ. Κι εκεί καταλαβαίνει κανείς τι παρακολουθούσε τόση ώρα. Την απόλυτη μεταφορά για το σινεμά. Μία πραγματικότητα που κατασκευάζουμε και καταλήγει να επικοινωνεί μεγαλύτερες αλήθειες από την αλήθεια. Ενα σύμπαν που προσφέρει επικό συναίσθημα, ενώ η ζωή δεν είναι en rose, η ζωή απογοητεύει και σε φλατάρει. Εναν κόσμο που δραπετεύουμε γιατί μόνο εκεί όλα βγάζουν νόημα.
Κι αν όλα αυτά είχαν ένα κάποιο νόημα τότε, δέκα χρόνια μετά που η θέαση ταινιών έχει αλλάξει τρόπο και μέσον, αυτή η ανάγνωση της ταινίας είναι ακόμα πιο επείγουσα. Γιατί το σινεμά απαιτεί την κοινή εμπειρία. Ο Αρχιτέκτονας σκηνοθέτης μάς θέλει στο ίδιο όνειρο, στο ίδιο περιβάλλον, ενωμένους με ενδοφλέβια ένεση μπροστά από την ίδια μεγάλη οθόνη. Μαζί θα βυθιστούμε στο συλλογικό υποσυνείδητο, μαζί θα ξυπνήσουμε στους τίτλους τέλους, κουβαλώντας στις αποσκευές όλα αυτά που κλέψαμε ή με το ταλέντο του μάς τροφοδότησε. Μαγεία. Καθαρόαιμο συναίσθημα. Ή, σε μερικές τυχερές περιπτώσεις, αυτογνωσία.
Κι αν όλα αυτά ισχύουν, πόση σημασία έχει αν παγιδευτήκαμε στην πλάνη του; Για όσους ζούμε κι αναπνέουμε σινεμά, πόση σημασία έχει αν η σβούρα σταμάτησε να γυρίζει; Καμία.