Τι καινούργιο μπορεί να περιμένει κανείς πλέον από μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί ο Λίαμ Νίσον; Η απάντηση είναι όχι και πολλά πράγματα. Ακόμη και όταν τα υλικά ανακατεύονται, η συνταγή παραμένει ίδια: μια βαρετή ταινία δράσης με την πλοκή να παραμένει προσκολλημένη πάνω στα ίδια αναρίθμητα κλισέ των προηγούμενων ταινιών του.
Και στη νέα ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί με τίτλο «Αγραφος Νόμος», η οποία έκανε την πρεμιέρα της φέτος στο Φεστιβάλ της Βενετίας, δυστυχώς, τίποτα φαίνεται να μην έχει αλλάξει.
Η ταινία εξελίσσεται το 1974 σε ένα απομακρυσμένο ιρλανδικό χωριό, εκεί όπου ο Φίνμπαρ, βετεράνος του πολέμου έχει χτίσει τη φήμη μιας ευγενικής και απομονωμένης φιγούρας. Είναι πολύ συμπαθής, αλλά ζει μια κυρίως μοναχική ζωή και στην πραγματικότητα κανένας δεν γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι. Γιατί ο Φίνμπαρ είναι στην πραγματικότητα ένας πληρωμένος δολοφόνος, κάποιος που απαλλάσσει ήσυχα και αποτελεσματικά την κοινωνία από τους κακοποιούς. Και το χωριό αυτό είναι το μέρος που κρύβεται. Κάποια στιγμή όμως, αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να κρεμάσει τα όπλα του στον τοίχο και να φροντίσει τον παραμελημένο κήπο του.
Εχουμε φτάσει πλέον στο σημείο που ξέρουμε ακριβώς το πως θα εξελιχθεί μια ταινία με τον Νίσον από την αρχή μέχρι και το τέλος της, κάτι που τη κάνει, εξοργιστικά ίσως, βαρετή. Και όταν αυτό το συνδυάσεις με το ότι την σκηνοθετεί ο Ρόμπερτ Λόρενζ (εδώ στη δεύτερή του συνεργασία με τον Νίσον μετά τον «Προστάτη» δύο χρόνια πριν), τότε είναι κάτι που καταλήγει να είναι και μια μέτρια και αδιάφορη ταινία.
Με ένα σενάριο το οποίο δεν αξιοποιείται ποτέ όπως θα έπρεπε, δίνοντας στην πλοκή και στους χαρακτήρες της μια τόσο επιδερμική προσέγγιση, ο Λόρενζ σκηνοθετεί με μια τόσο γνώριμη κινηματογραφική ματιά, χωρίς δραματικούς τόνους, αλλά ούτε με την ένταση που θα περίμενε κανείς στην δράση της. Φαίνεται σαν μη θέλει να προσπαθήσει να δώσει κάτι παραπάνω, έστω ένα σχόλιο, σε μια πλοκή η οποία εξελίσσεται κατά την διάρκεια μιας ταραχώδους περιόδου για την Βόρεια Ιρλανδία και τις βομβιστικές επιθέσεις από τα μέλη των IRA.
Και μπορεί από τον Νίσον να περιμένεις να παίζει σε έναν αυτόματο πιλότο, λες και ο χαρακτήρας του να μοιάζει να έχει βγει copy/paste από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενή του ταινία, στον ρόλο ενός ανθρώπου με σκοτεινό παρελθόν ο οποίος πάντα μπλέκει στις χειρότερες καταστάσεις και έρχεται αντιμέτωπος με τους κακούς που θέλουν να τον βλάψουν, για να παίξει εδώ σχεδόν χωρίς καμία αλλαγή, είναι κρίμα να βλέπεις αυτό να γίνεται και με άλλους αξιόλογους ηθοποιούς, όπως την υποψήφια για Οσκαρ (για τα «Πνεύματα του Ινισέριν») Κέρι Κόντον, η οποία αν και προσπαθεί να δώσει στον χαρακτήρα της κύριας ανταγωνίστριας και μέλος του IRA, μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση, αλλά οι περιορισμοί ενός προχειρογραμμένου σεναρίου την κρατούν πίσω.
Ο «Αγραφος Νόμος» μπορεί να μην είναι τελείως κακή ταινία - έχει μια υπέροχη φωτογραφία και πλαισιώνεται από ένα ωραίο μελωδικό soundtrack - αλλά είναι ακόμα μια από εκείνες τις χλιαρές και χιλιοειδωμένες ταινίες με πρωταγωνιστή τον Νίσον η οποία θα έχει ξεχαστεί ήδη με την έξοδό σας από την αίθουσα. Κι αυτό κι αν είναι, για άλλη μια αφορά, αμαρτία...