Αν κάποτε ο Λίαμ Νίσον υπήρξε ένας ηθοποιός με ερμηνευτικό εύρος και γκάμα, με ρόλους διαφορετικούς και ενδιαφέροντες, πλέον έχει μεταμορφωθεί σε κάποιον που παίζει σταθερά, από ταινία σε ταινία, παραλλαγές του ίδιου κλισέ: αυτού ενός ήσυχου ανθρώπου που οι καταστάσεις τον σπρώχνουν να προβεί σε ακραίες πράξεις. Ενός καλού παιδιού που όταν χρειαστεί αποδεικνύεται πολύ καλός και με το πιστόλι.

Ή για την ακρίβεια, εδώ, με την σκοπευτική του καραμπίνα, αφού ο ήρωας στον «Προστάτη», είναι πρώην βετεράνος νυν αγρότης στα σύνορα του Μεξικού που έχει μόλις χάσει τη γυναίκα του και σε λίγο θα χάσει και την φάρμα του, εξαιτίας της αναλγησίας της τράπεζας. Η ζωή του θα πάρει μια ακόμη πιο δραματική τροπή, όμως, όταν μια μέρα θα συναντήσει μια μητέρα και τον νεαρό γιο της που περνούν τα σύνορα κυνηγημένοι από ένα μεξικανικό καρτέλ κι όταν εκείνη σκοτωθεί στην ανταλλαγή πυροβολισμων, θα αποφασίσει να βοηθήσει τον μικρό.

Κι από εκείνη την στιγμή θα ξεκινήσει ένα road movie καταδίωξης με τον ήρωα και το ανυπεράσπιστο αγόρι να ταξιδεύουν προς το Σικάγο και τους συγγενείς του δεύτερου και μερικούς πολύ κακούς τύπους από το καρτέλ να τους κυνηγούν για να τους σκοτώσουν - και να πάρουν πίσω μια τσάντα με χρήματα που οι δυο τους κουβαλάνε.

Θέλοντας να χαράξει μια νέα κινηματογραφική περιοχή κάπου μεταξύ ενός τρυφερού buddy movie κι ενός βίαιου action film, ο «Προστάτης» δεν πετυχαίνει πολλά πέρα από το να επαναλαμβάνει γνωριμα κινηματογραφικά κλισέ, δίχως να κατορθώνει να πετύχει δραματικούς τόνους που θα σε κάνουν να συγκινηθείς, ούτε την απαραίτητη αγωνία που θα κρατήσει την ένταση. Χλιαρό από την αρχή ως το τέλος, δεν προσθέτει τίποτα στην πινακοθήκη των κατά λάθος ηρώων του Λίαμ Νίσον και ξεχνιέται σχεδόν αμέσως μόλις πέσουν οι τίτλοι του τέλους.