Are you not entertained?
Σίγουρα αυτό αναρωτιόταν ο Ρίντλεϊ Σκοτ όλα αυτά τα 24 χρόνια από τότε που ο πρώτος «Μονομάχος», με πρωταγωνιστή τον Ράσελ Κρόου, έκανε τη θριαμβευτική του πορεία στις κινηματογραφικές αίθουσες. Για κάποιους η ταινία αυτή θεωρείτε και η τελευταία καλή ταινία του Σκοτ, η οποία μπήκε εκείνη την περίοδο στην αρένα των blockbuster με τέτοιο σθένος και τέτοια ισχύ που το μόνο που άφησε στο πέρασμά της ήταν αίμα, δάκρια και ένα πληθος χορτάτο από τον άρτο και τα θεάματα που του προσέφερε, αρπάζοντας μάλιστα στην πορεία και πέντε βραβεία Οσκαρ, ανάμεσά τους και εκείνο της Καλύτερης Ταινίας.
Και ο Σκοτ, ο οποίος στην πολύχρονη αυτή καριέρα του έχει κάνει μόνο τρία σίκουελς, επιστρέφει για ένα ακόμα και μας μεταφέρει και πάλι στην αρένα του Κολοσσαίου για να μας δώσει ένα ακόμα μεγαλύτερο θέαμα, επικότερο σε κλίμακα, αλλά κάπως φορμαλιστικό και επιδευμένο όσον αφορά την ιστορία και τους χαρακτήρες του. Αλλά πάνω από όλα ο Ρίντλεϊ Σκοτ αποδεικνύει για μια ακόμα φορά, τόσο στους φανς όσο και στους επικριτές του, ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει ταινίες όπως αυτός. Veni, vidi, vici.
Χρόνια αφότου έγινε μάρτυρας του θανάτου του αξιοσέβαστου Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λεύκιος αναγκάζεται να εισέλθει στο Κολοσσαίο, αφού η πατρίδα του κατακτήθηκε από τους τυραννικούς αυτοκράτορες που πλέον ηγούνται της Ρώμης. Γεμάτος οργή και με το μέλλον της αυτοκρατορίας να διακυβεύεται, ο Λεύκιος πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν του για να βρει τη δύναμη να επιστρέψει η δόξα στο λαό της Ρώμης.
Μπορεί η Ρώμη να βρίσκεται σε μια πέριοδο παρακμής στην ταινία, αλλά αυτό δεν φαίνεται να σταματά τον Σκοτ, ο οποίος, παρά τα 88 του χρόνια, φαίνεται πως ακόμα και τώρα το διασκεδάζει αφάνταστα. Παίρνει την αρένα του Κολοσσαίου και την κάνει δική του με τρόπους που μόνο εκείνος θα μπορούσε, βάζοντας τους ήρωές του να έρθουν αντιμέτωποι με από μεγαλόσωμους μονομάχους μέχρι ρινόκερους, πιθήκους και... καρχαρίες, αλλά «τοποθετεί» το κοινό στη δίνη της δράσης, ενισχύοντας τη δραματική ένταση των σκηνών μάχης και των συγκρούσεων. Οι σκηνές στις αρένες είναι γυρισμένες με σχεδόν «μακιαβελικό» ύφος, δίνοντας έμφαση στην ωμή βία και την ρεαλιστική ωμότητα, κάτι που μόνο ο Σκοτ μπορεί να αποδώσει με τόση αγριότητα.
Αλλά παρά τις όποιες ιστορικές ανακρίβειες (για τους πιο φανατικούς αντιρρησίες της ταινίας), μπορεί να έχει ή όχι ο «Μονομάχος ΙΙ», ο Σκοτ αξιοποιεί επίσης προσεκτικά σχεδιασμένα σκηνικά και εφέ για να αποδώσει μια επιβλητική ατμόσφαιρα της αρχαίας Ρώμης, προσφέροντας, αισθητικά τουλάχιστον, κάτι το πραγματικά συναρπαστικό.
Και μπορεί η δεύτερη ταινία να μοιάζει μεγαλύτερη και πιο επική στους περισσότερους τομείς της, όμως σεναριακά τουλάχιστον δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από την πρώτη, μιας και στην πραγματικότητα, είναι μια πολύ απλή αναδιατύπωση της ιστορίας του «Μονομάχου» για την πολιτική αναταραχή που φαίνεται μέσα από τα μάτια ενός πολεμιστή. Εξάλλου γιατί να αλλάξεις τη δομή της ιστορίας που θες να πεις όταν λειτουργεί περίφημα; Δίκοπο μαχαίρι όμως αυτό μιας και ο «Μονομάχος 2» είναι πιστός στη δομή της πρώτης ταινίας μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, κάτι που δεν αφήνει χώρο σε οποιαδήποτε έκπληξη ή ανατροπή, χάνοντας ταυτόχρονα και την όποια συναισθηματική βαρύτητα, με τον Σκοτ να κρατά έναν ελαφρύτερο τόνο, ωραιοποιώντας κάποιες σκηνές και την εξελίξη της πλοκής που διαφορετικά θα μπορούσαν να μοιάζουν ως μια απλή αντιγραφή της πρώτης.
Τα μηνύματα περί Δημοκρατίας, της δύναμης των πολιτικών και του «ονείρου» για μια Ρώμη συμπεριληπτική και ίση απέναντι σε όλους τους πολίτες της μοιάζουν να αντηχούν ακόμα και στο σήμερα, με τον Σκοτ να κλείνει το μάτι στην πολιτική κατάσταση, κυρίως της Αμερικής, του τώρα. Και μέσα σε αυτό τον κυκεώνα των πολιτικών αναταράξεων και της αιματηρής βίας βρίσκεται ο Πολ Μέσκαλ ο οποίος, αν και δεν έχει το gravitas του Ράσελ Κρόου, μετατοπίζεται αβίαστα σε μια ηγετική φυσιογνωμία, εμποτίζοντας τον χαρακτήρα με μια έμφυτη αξιοπρέπεια και ατσάλινη αποφασιστικότητα καθώς ανεβαίνει στη φήμη των μονομάχων. Μάζι του κι ένα λαμπερό καστ, από τον Ντένζελ Γουάσινγκτον, ο οποίος κλέβει κάθε σκηνή με την πιο camp ερμηνεία που θα δείτε φέτος, τον Πέδρο Πασκάλ, χαρισματικό όπως πάντα, την μαγευτική Κόνι Νίλσεν αλλά και ως τους κακούς Τζόζεφ Κουίν και Φρεντ Χέσινγκερ, οι οποίοι δεν φτάνουν την τρέλα του Κόμοδου του Χοακίν Φίνιξ, αλλά καταφέρνουν να δώσουν μια αξιομνημόνευτη παράνοια στους χαρακτήρες τους.
Ο «Μονομάχος ΙΙ» βρίσκει την ισχύ και την τιμή του κάτω από την φθαρμένη, αλλά αρκετά βαριά, πανοπλία του προκατόχου του, ισορροπώντας ανάμεσα στο πολιτικό δράμα, την ίντριγκα, τα πισωμαχαιρώματα και τη αβυσσαλέα βίαιη διασκέδαση, με το κοινό πρώτο τραπέζι πίστα και τον Ρίντλεϊ Σκοτ να φωνάζει, και δίκαια, vae victis.