Αν έχετε δει κάποια από τις ταινίες του Μπερτράν Μαντικό, μπορείτε να μαντέψετε πως η «Κόναν» του δεν έχει την παραμικρή σχέση με την ταινία του Τζον Μίλιους με πρωταγωνιστή τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ και ακόμη λιγότερη τελικά με την ίδια τη μυθολογία του Κόναν όπως την εμπνεύστηκε ο Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Όπως συνήθως, μια ταινία του Μπερτράν Μαντικό, απ’ όπου κι αν ξεκινάει και κυρίως όπου κι αν τελειώνει, παραμένει πρωτίστως μια ταινία του Μπέρτραν Μαντικό: ένα χωνευτήρι ποπ παρενθέσεων και κινηματογραφικών υποσημειώσεων που ολοκληρώνουν μια πρόταση που διατηρεί την σε στιγμές αχαλίνωτη πρωτοτυπία της ακόμη κι όταν είσαι σίγουρος πως κάπου κάπως κάποτε την έχεις πάλι συναντήσει.

Διαβάστε ακόμη: «Είμαι κι εγώ Βάρβαρος»: Ο Μπερτράν Μαντικό μιλάει στο Flix

Στο καινούριο φιλμ του Μαντικό, τρίτο μεγάλου μήκους μετά τα «Αγρια Αγόρια» και τον «Βρώμικο Παράδεισο», η ιστορία θέλει την Κόναν να μετενσαρκώνεται μέσα στους αιώνες σε μια αλυσίδα βαρβαρότητας που ξεκινάει από τον Μεσαίωνα για να μεταφερθεί μέχρι στο σήμερα, σημείο και σημαινόμενο για τον τρόπο με τον οποίο ο Γάλλος σκηνοθέτης απομονώνει τον γνωστό ήρωα περισσότερο ως σύμβολο φέρνοντας στα μέτρα των δικών του εμμονών. Το γεγονός ότι η Κόναν είναι γυναίκα - και μάλιστα υποδυόμενη από έξι διαφορετικές ηθοποιούς σε μια αλυσίδα που θέλει την κάθε Κόναν 10 χρόνια μεγαλύτερη από την προηγούμενη - είναι απλά ο πρόλογος σε μια ταινία που θα διασχίσει με τη σειρά της μύθους, κινηματογραφικές αναφορές, πολύ ασπρόμαυρο αίμα και φαντασιώσεις φαντασιώσεων πριν προσγειωθεί σε ένα φρενήρες σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση.

Ξεναγός σε μια περιδίνηση που πολύ σπάνια χάνει τη γραμμικότητα της και παραδίδεται σε ένα άχρονο, άχωρο και τελικά άμορφο σύμπαν μέσα στο οποίο ακυρώνεται η όποια λογική μαζί και με τη φαντασία, ο Ράινερ, μια γυναίκα με κεφάλι σκύλου (την υποδύεται η Ελίνα Λόουενσον, μόνιμη συνεργάτης του Μαντικό σε μια σειρά από πρότζεκτ) που είτε αποτελεί φόρο τιμής στον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (αγαπημένο του Μαντικό) είτε όχι, φέρει κάτι από την χαριτωμένη και μαζί τρομακτική εμμονή του. Ο Ράινερ διατρέχει τις εποχές - χωρίς να μεγαλώνει - και αποτελεί το σχόλιο πάνω στη δράση, το ενδεχομένως πολιτικό σχόλιο πάνω στην δράση, μια αφήγηση διαρκής και ανελέητη που ο Μαντικό χρησιμοποιεί - έως και εκμεταλλεύεται - προκειμένου να δέσει αυτό το έπος της βίας που ευαγγελίζεται γυναίκες βασίλισσες, γυναίκες ελεύθερες, γυναίκες ερωτευμένες, γυναίκες που ακυρώνουν τον παραδοσιακό τύπο όχι μόνο των φύλων αλλά και των ίδιων των (pulp) ηρώων για να αναγεννηθούν ως σύμβολα μιας επανάστασης.

Λιγότερο ποιητικός εδώ από τις δύο προηγούμενες ταινίες του, με το low budget να εφευρίσκει τόπους τόπους εικονογραφίες που θα πίστευες ότι αγγίζουν το blockbuster, ανερμάτιστος στην φλυαρία των αναφορών του (με τον Κοκτό να ζει και να βασιλεύει σχεδόν σε κάθε πλάνο) αλλά και σε κείμενο που λέει πολλά όταν δεν επιμένει να αυτοακυρώνεται σαν να μην λέει τίποτα, ο Μαντικό κάνει με την «Κόναν» του ένα σχόλιο πάνω στο queerness, στη βία της εξουσίας και στην άλλη, τη βία της καθημερινότητας. Το φιλμ του σε βρίσκει και σε χάνει διαρκώς: την ίδια ώρα που σε γοητεύει με την κατασκευή του σε απωθεί με την χαλαρή του αφηγηματική δομή, την ίδια στιγμή που κερδίζει στα σημεία (βλ. Φωτογραφία, σκηνικά και στήσιμο γυρίσματος), χάνει στο σύνολο (βλ. ερμηνείες και επαναληπτικότητα) που ολοκληρώνεται κάπως τραβηγμένο από μαλλιά και λοιπά ανθρώπινα μέλη.

Ευτυχώς την ίδια στιγμή που σε υποβάλλει με την υπερβολή της αυτοαναφοράς του, βρίσκει - ευτυχώς - το χιούμορ του για να μην θεωρήσεις ότι κάποιος παίρνει τελείως στα σοβαρά ό,τι συμβαίνει εντός της οθόνης. Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται, μάλλον ως το πιο (ακόμη;) πειραματικό κομμάτι του μέχρι τώρα σινεμά του, στο δρόμο προς ίσως μια λιγότερο βάρβαρη ως προς το «εγώ» και περισσότερο βάρβαρη ως προς το «εμείς» κινηματογραφική ουτοπία.

To «Κόναν η Βάρβαρη» θα προβληθεί σε τέσσερις ειδικές μεταμεσονύκτιες προβολές στις 6 (μαζί με το Midnight Express), 13, 20. 27 Απριλίου στον κινηματογράφο Αστυ της πλατείας Κοραή.