Οποιος έχει δει τα «Αγρια Αγόρια», την πρώτη μεγάλου μήκους του Μπερτράν Μαντικό (μετά από μια ντουζίνα ιδιοσυγκρασιακές μικρές), ξέρει τι να περιμένει από τη νέα, δεύτερη ταινία του - και δεν θ' απογοητευτεί. Ούτε και θα ενθουσιαστεί.

Ο χρόνος είναι το αόριστο μέλλον. Ο τόπος είναι ο πλανήτης After Blue. Οταν η Γη «αρρώστησε», οι άνθρωποι μετοίκησαν σ' αυτό το νέο πλανητικό παράδεισο, αλλά οι άνδρες πέθαναν όλοι: οι τρίχες στο κορμί τους άρχισαν να μεγαλώνουν προς τα μέσα και έπνιξαν τα όργανά τους. Στον After Blue ζουν μόνο γυναίκες, «ωοθηκικές κομίστριες», που ζουν με αυστηρούς κανόνες επιβίωσης, χωρίς οπτικοακουστικά και ηλεκτρονικά, ξυρίζοντας τακτικά το σβέρκο τους. Η Ρόξι, η έφηβη αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα, έχει χαίτη. Είναι ατίθαση. Τόσο που, όταν βρει ζωντανό κεφάλι μιας θεότητας/μάγισσας/ενσάρκωσης του Κακού θαμμένο στην άμμο, με τη φαουστική υπόσχεση της πραγματοποίησης των πιο μύχιων ευχών της, η κοπέλα θα την ξεθάψει και θα την απελευθερώσει. Η θεότητα λέγεται Καταζένα Μπουσόφσκι, aka Κέιτ Μπους και τώρα, με εντολή της κοινότητας, η Ρόξι κι η μητέρα της, Ζόρα, είναι αναγκασμένες να διανύσουν ολόκληρο τον πλανήτη για να βρουν και να σκοτώσουν την Κέιτ Μπους.

Μεταμοντέρνο queer, παραισθησιογόνα αναλογική αισθητική, μια έκρηξη πληθωρισμού στην εικόνα αλλά και στους γεμάτους αναφορές και περιπαικτικό χιούμορ διαλόγους, κοινωνικό μήνυμα πλουραλισμού. Αυτό είναι (όπως δηλώνει παρουσία) το σινεμά του Μπερτράν Μαντικό, ένα οργιαστικό χειροποίητο θέαμα, ένα διασκεδαστικό κατηγορώ ενάντια στον καταναλωτισμό (στον After Blue τα όπλα, που λειτουργούν κι ως δονητές, έχουν ονόματα οίκων μόδας, όπως το Gucci με σιγαστήρα, ενώ ένας τεχνητός εραστής λέγεται Λουί Βουιτόν), μια αποθέωση του gender fluidity και της κάθε είδους, απαγορευμένης ή μη, επιθυμίας. Μ' ένα σάουντρακ που βυθίζεται στη new wave, σκηνικά βγαλμένα από τον Μόρισεϊ, ιδωμένο μέσα από γαλλικά γυαλιά και μια αισθητική σκόπιμα cheap και συχνά υπερρεαλιστική, η ταινία σκορπίζει σταγόνες ερωτισμού με τρόπο εθιστικό, που σε κάνει να τα δέχεσαι όλα και να τ' απολαμβάνεις.

Μόνο που ό,τι έμοιαζε εκρηκτικό και φευγάτο στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τού Μαντικό, στη δεύτερη αποκτά μια αίσθηση επανάληψης, αυτοαναφορικότητας, ακόμα και φλυαρίας, μια ταινία λιγότερο τολμηρή – που, και πάλι, είναι αρκετά τολμηρή για το σημερινό σινεμά, ένα τριπ της γαλλικής διανόησης παρέα με την αποθέωση του αμερικάνικου underground σινεμά.