Το 1957 στο Χόλιγουντ μετρούσε μόνο το μέγεθος. Μαζί με το Cinemascope που θα κρατούσε λόγω διαστάσεων τον θεατή πιο πολλή ώρα μέσα στο όνειρο και για την καλύτερη δυνατή επίδειξή του, ξεκίνησαν και τα ταξίδια έξω από τα «χολιγουντιανά» στούντιο, σε μέρη μυθικά, εξίσου - με τον τρόπο τους - widescreen ντεκόρ για (κυριολεκτικά και μεταφορικά) απίστευτες περιπέτειες - της δράσης και της καρδιάς, τις περισσότερες φορές σε απόλυτο ακαταμάχητο συνδυασμό.
Κάπως έτσι ο ρουμανικής καταγωγής Ζαν Νεγκουλέσκο, με θητεία σε μεγάλες επιτυχίες («Τιτανικός», «Πώς να Παντρευτείτε Εναν Εκατομμυριούχο»), αφού πρώτα είχε ταξιδέψει στη Ρώμη για το «Πιστεύουμε στον Ερωτα» («Three Coins in the Fountain») και πριν πιάσει Μαδρίτη με Αν Μάργκρετ και το «The Pleasure Seekers», έφτασε στην Ελλάδα για να πιστωθεί την πρώτη χολιγουντιανή ταινία που γυρίστηκε ποτέ επί ελληνικού εδάφους και - σημαντικότερο ίσως - την πρώτη αγγλόφωνη ταινία της Σοφία Λόρεν, αυτή που την σύστησε διεθνώς, στέλνοντάς την οριστικά και αμετάκλητα στην αιωνιότητα.
Η ιστορία βασίστηκε ελεύθερα πάνω στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Ντιβάιν από το 1955 με φόντο, για την ταινία, την Υδρα και πρωταγωνίστρια τη Φαίδρα, μια ψαροπούλα που θα ανακαλύψει στις βουτίες της για σφουγγάρια ένα άγαλμα με ένα παιδί και ένα δελφίνι στο βυθό της θάλασσας, πριν γίνει το μήλο την έριδος ανάμεσα σε έναν Αμερικανό αρχαιολόγο και έναν δισεκατομμυριούχο που θα διεκδικήσουν το «θησαυρό», ο καθένας για δικούς του λόγους. H ζυγαριά θα γείρει προς τα κει όπου βρίσκεται το χρήμα, γρήγορα όμως η ρομαντζάδα και ένα πατριωτικό αίσθημα που οφείλει ανέκαθεν να δείχνει προς τα που βρίσκεται η ηθική, θα κάνει τη Φαιδρά να επιλέξει το σωστό (και το σωστό αγόρι - αν και οι επιφυλάξεις γύρω από τη γοητεία του Αλαν Λαντ, με έξτρα τρίβια ότι ανέβαινε σε κουτιά για να μην φαίνεται πιο κοντός από τον Λόρεν, συνηγορούν σε ένα από τα μεγαλύτερα miscast στην Ιστορία).
Και αυτό είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον συμβαίνει σε μια μάλλον λιγότερο υποσχόμενη από το μύθο της ταινία που περιφέρεται από την Ακρόπολη στα Μετέωρα με μικρές στάσεις σε Ρόδο, Δήλο, Μύκονο, Πόρο (και εσωτερικές σκηνές στα στούντιο της Τσινετσιτά) δηλώνοντας περήφανα την λατρεία της προς το ελληνικό φως, το λαχταριστό μπλε της θάλασσας και - νομοτελειακά - προς το «ωραιότερο κορίτσι που ξύπνησε ποτέ κάτω από έναν ανεμόμυλο». Καλλονή, τόσο που ακόμη και η (μυθική πλέον) λέξη χάνει το νόημα της, η Σοφία Λόρεν παίζει με ιταλικό ταμπεραμέντο την Ελληνίδα ψαροπούλα, με class που ανέκαθεν θα απέδιδες στις νησιώτισσες, ειδικά αν αυτές ήταν meant to be διεθνείς σταρ. Κάθε σκηνή της αξίζει μόνο για την ίδια, σχεδόν όχι για το παίξιμό της - η Μελίνα Μερκούρη είναι πιο καίρια στον ίδιο περίπου ρόλο στο «Ποτέ την Κυριακή» τρία χρόνια μετά - και για τον τρόπο που σαρώνει το μεσογειακό hype μόνη της μέσα σε ένα μάλλον «ξενέρωτο» καστ όπου σώζεται, κλασικά, ο Κλιφτον Γουέμπ, κάπως εδώ παίζοντας ξανά τον εαυτό του.
Ανάμεσα στην Υδρα (και γυρίσματα σε άλλα ελληνικά νησιά) και την Σοφία Λόρεν που συναγωνίζονται σε ομορφιά, το τραγούδι της ταινίας (γραμμένο από τον Τάκη Μωράκη, υπεύθυνος κατά πολύ για την υποψηφιότητα του Οσκαρ καλύτερης μουσικής που δεν του πιστώθηκε, παρά την ουσιαστικά χρήση της μελωδίας του τραγουδιού σε παραλλαγή σε όλο το score) παραμένει σχεδόν πιο όμορφο από κάθε ελληνική, ιταλική και άλλη ομορφιά. Στους τίτλους (αρχής και τέλους) με αγγλικό στίχο (όλο νόημα) από την Τζούλι Λόντον, γίνεται το centrepiece ολόκληρης της ταινίας όταν η Λόρεν το τραγουδάει - μαζί με τον Τώνη Μαρούδα - σε άπταιστα (σπασμένα) ελληνικά, δίνοντας νόημα σε κάθε μικρή και μεγάλη του λέξη.
Τι είν' αυτό που το λένε αγάπη
Τι είν' αυτό, τι είν' αυτό
Που κρυφά τις καρδιές οδηγεί
Κι όποιος το 'νιωσε το νοσταλγεί…
Λίγο πριν το αισθαντικό «Σ’ αγαπώ» x3 σε μια ταινία που όσο κι αν προσπαθεί, είναι ελάχιστα περιπετειώδης και κυρίως ελάχιστα ρομαντική, το «Παιδί και το Δελφίνι» προδίδει την vintage αξία του, σαν ένας κινηματογραφικός εν είδει θησαυρός που παραμένει πολύτιμος περισσότερο ως ύπαρξη, ως ανάμνηση ακόμη, ως μια καλοκαιρινή στιγμή μέσα στο χρόνο, παρά ως μια παρακαταθήκη αξίας για όσα ενώνουν έτσι κι αλλιώς το παρελθόν μιας χώρας με την σύγχρονη Ιστορία της ή για όσο ελάχιστα διαρκεί η επίκαιρη (;) κριτική της για τα μάρμαρα του Παρθενώνα και την πολύπαθη φτωχή Ελλάδα που όλοι θέλουν να εκμεταλλευτούν, αλλά ακόμη και όταν παροδικά θαμπώνεται καταφέρνει πάντα να θριαμβεύει αφού γνωρίζει πάντα και πριν απ' όλους «τι είν' αυτό που το λένε αγάπη».