Μια κοπέλα φτάνει στο Ντιτρόιτ για μια συνέντευξη για δουλειά. Φτάνει όμως βράδυ με βροχή στη γειτονιά που βρίσκεται το σπίτι που έχει νοικιάσει μέσω βραχυπρόθεσμης ενοικίασης (τύποu Airbnb) για να ανακαλύψει πως ενώ ο συνδυασμός που έχει είναι σωστός, το κλειδί λείπει από το σημείο φύλαξής του και, κυρίως, κάποιος είναι στο σπίτι. Ο κάποιος θα ανοίξει την πόρτα, θα την πείσει ότι έχει γίνει μπέρδεμα με διπλοενοικίαση, θα της προτείνει να μείνει στο σπίτι για το βράδυ, το βράδυ θα περάσει μάλλον ανήσυχα με πόρτες που ανοίγουν και εφιάλτες που βασανίζουν τον νεαρό, αλλά τίποτα δεν θα μπορέσει να συγκριθεί με αυτό που θα ανακαλύψει η νεαρή κοπέλα στο υπόγειο την επόμενη μέρα, ανοίγοντας μυστικές πόρτες που οδηγούν στο άγνωστο…
Oσο λιγότερα ξέρεις για το «Barbarian», τόσο περισσότερο θα απολαύσεις τις μικρές εκρήξεις των κλισέ που ανατρέπει, όχι μόνο σε αυτήν την σχεδόν αψεγάδιαστη εισαγωγή του, αλλά και στη συνέχεια, όταν θα σπάσει το χρόνο, τον κεντρικό ήρωα και την υπόθεση σε μια κατακερματισμένη εμπειρία που στο κέντρο της έχει πάντα αυτό το σπίτι, μέρος μιας γειτονιάς - που δεν θα έμενες ποτέ, ακόμη κι αν σου χάριζαν το σπίτι - διαλυμένης κυριολεκτικά από την οικονομική κρίση που έκανε το Ντιτρόιτ πιο διάσημο και απ’ ότι κατάφεραν ποτέ οι τέκνο guru της ή η διάσημη punk rock σκηνή της.
Κάπου ανάμεσα στα φετινά «Men» και «Smile» - και τα τρία με φινάλε που δεν τσιγκουνεύονται σε ενοχλητικές εικόνες ψυχαναλυτικής εξόρυξης αποτρόπαιων τραυμάτων, συν κοινωνικό σχόλιο που τεντώνει τη γραμμή ανάμεσα στην πατριαρχία και την γυναικεία κακοποίηση, το «Barbarian» προσθέτει στο κοκτέιλ του και μια σαφή, διάφανη κριτική για την Αμερική των 80s και την πολιτική του Ρόναλντ Ρέιγκαν που οδήγησε στα… υπόγεια της εξαθλίωσης και της αστικοποίησης, και στις δύο περιπτώσεις με τα ίδια δυσάρεστα αποτελέσματα.
Παίζοντας με τη διάθεση, την υπομονή και την αντοχή του θεατή, ο Ζακ Κρέγκερ αποδεικνύεται μεν τολμηρός (με τις εικόνες στο υπόγειο να αποτελούν σχεδόν από τις πιο αποτρόπαιες - και σαδιστικές τις λες και λίγο «δωρεάν», σίγουρα νοσηρές - που έχουμε δει τελευταία), αλλά την ίδια στιγμή και λίγο περισσότερο απρόσεκτος (ή αφελής) στον τρόπο με τον οποίο «παγιδεύει» με τη θέληση του την κεντρική του ηρωίδα σε έναν εφιάλτη που δεν τελειώνει ποτέ, ενώ θεωρητικά θα μπορούσε να τον είχε αποφύγει εξ αρχής - η τουλάχιστον λίγο αργότερα από την αρχή.
Με πιο δυνατό εύρημα τις τρεις διαφορετικές ιστορίες που έχουν κοινή αφετηρία και κοινό τέλος και φυσικά τον τίτλο του, που ορμώμενος από την οδό Barbary ανοίγει την εικόνα στην ανθρώπινη βαρβαρότητα που θεραπεύεται μόνο με την… ανθρωπιά, το φιλμ του Κρέγκερ οφείλει να χαιρετιστεί με το hype που έτσι κι αλλιώς κέρδισε από την ανέλπιστη εμπορική του επιτυχία στις αμερικάνικες αίθουσες, αλλά και να μπει καταχρηστικά στη λίστα με τις ταινίες τρόμου νέων σκηνοθετών που πετυχαίνουν να εντυπωσιάσουν την πρώτη φορά λόγω ορμής και απειρίας, αλλά σπάνια ακολουθούνται από δεύτερη ή και τρίτη το ίδιο δυνατή εμπειρία.
Αναμένουμε...