Oταν τους συναντάς, μπροστά στα μάτια σου αναβιώνει το δίδυμο της ταινίας. Eχουν μία κωμική αντίθεση, ο ένας λεπτεπίλεπτος ο άλλος γυμνασμένα ογκώδης. Παράλληλα εκφράζουν μεταξύ τους μια ζεστασιά, ένα πείραγμα, μία προστατευτικότητα, μία απολαυστική γκρίνια που γεννιέται από την οικειότητα.
Εκεί όμως σταματούν και οι ομοιότητες με τους ήρωες τους. Ο Γιώργος Τσιαντούλας επιβλητικός, αρρενωπός αλλά καθόλου κλειδωμένος όπως ο «Δημοσθένης» - με ένα γλυκό γέλιο που το εκτονώνει ανάμεσα στις σοβαρές τοποθετήσεις του και ζεσταίνει την κουβέντα. Ο Ανδρέας Λαμπρόπουλος, σικάτος, μαυροντυμένος, συγκροτημένος στις απαντήσεις του, δεν θυμίζει σε τίποτα την χύμα αφέλεια του «Νικήτα». Φοράει όμως τον αυθορμητισμό και την εξωστρέφεια του.
Οι πρωταγωνιστές της νέας ταινίας του Ζαχαρία Μαυροειδή, «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» έχουν πολλά να πουν για αυτή την bromance comedy που έρχεται να κάνει την πρεμιέρα της κάτω από τον καυτό ήλιο του Pride Ιουνίου.
Πόσο μία κομεντί μπορεί να πει τα πιο σοβαρά πράγματα και να ρίξει τα τείχη και τα ταμπού; Πόσο η Ελλάδα έχει αλλάξει και είναι έτοιμη για συμπερίληψη; Ή ζούμε όλοι στο bubble μας τελικά;
Photo credit: Πηνελόπη Γερασίμου
Πώς μάθατε για την Κάρμεν, πώς ήρθε στα χέρια σας το πρότζεκτ, ποια ήταν η διαδικασία; Γνωριζόσασταν με τον Ζαχαρία;
Γιώργος Τσιαντούλας: Όχι δεν γνωριζόμασταν με τον Ζαχαρία. Περάσαμε casting κανονικότατα. Είμαστε τυχεροί που υπάρχουν στο χώρο casting directors όπως ο Άκης Γουρζουλίδης και η Σωτηρία Μαρίνη - άνθρωποι που ψάχνουν ταλέντα ήδη από τις δραματικές σχολές κι έχουν όλη την γκάμα των Ελλήνων ηθοποιών από πολύ νωρίς. Να φανταστείς ότι εγώ τους ξέρω από το 2ο έτος - ερχόντουσαν και παρακολουθούσαν τις εξετάσεις.
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Και θυμούνται τους πάντες - με ονοματεπώνυμο. Μπορούν να σου θυμίσουν συμφοιτητές στο έτος σου, που εσύ είχες ξεχάσει. Όταν μάς φώναξαν για την ταινία -τον καθένα ξεχωριστά φυσικά, γιατί ούτε μεταξύ μας γνωριζόμασταν- περάσαμε από το πρώτο αναγνωριστικό casting, που ήταν απλώς μια γνωριμία με τον σκηνοθέτη, και μετέπειτα 2-3 ακόμα όπου έπρεπε να αποδώσεις ένα κείμενο, μια σκηνή, χωρίς ακόμα να ξέρουμε περί τίνος πρόκειται ακριβώς. Μέχρι που φτάσαμε στην τελική ακρόαση για την μεταξύ μας χημεία. Εγώ είχα κάνει πχ και με άλλον ηθοποιό κι ο Γιώργος το ίδιο.
Οπότε ακόμα δεν είχατε στα χέρια σας σενάριο;
Γιώργος Τσιαντούλας: Όχι, μετά πήραμε. Αλλά μην νομίζεις ότι και το σενάριο ήταν κλειδωμένο από την αρχή. Όταν οριστικοποιήθηκε το κάστ και ξεκινήσαμε πρόβες, πήραμε σενάριο, αλλά κατά τη διάρκεια των προβών ο Ζαχαριάς άλλαξε αρκετές φορές το σενάριο για να ταιριάξει με εμάς. Πόσα drafts πήραμε;
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: 4-5 σίγουρα.
Μου άρεσε που το σενάριο επεξεργάζεται τη σχέση δυο ανθρώπων, απλά, νατουραλιστικά, χωρίς φορσέ φτιασίδια. Ξέρεις, καμιά φορά νιώθεις ότι όσοι πάνε να κάνουν μία queer ιστορία σήμερα υπάρχει ένα check-list πραγμάτων που πρέπει να συμπεριλάβουν για να είναι «Netflix approved». Είναι πλεονέκτημα της ταινίας ότι δεν έχει τίποτα τέτοιο. Δεν υπογραμμίζεται τίποτα, δεν κουνάει το δάχτυλο πουθενά...» | Γιώργος Τσιαντούλας
Είναι η πρώτη σας κινηματογραφική εμπειρία - αν κι ο Ανδρέας έχει κάνει και μια μικρού μήκους. Οπότε φαντάζομαι ότι ένας πρωταγωνιστικός ρόλος σε μία μεγάλου μήκους ήταν μεγάλη πρόκληση κι από μόνος του. Όμως, πέρα από όλα αυτά, τι σας τράβηξε στην ταινία. Τι σας φάνηκε ενδιαφέρον;
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Η πρόταση για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία μεγάλου μήκους ταινία είναι από μόνη της εξαιρετικά δελεαστική. Όταν όμως πήρα το σενάριο στα χέρια μου θυμάμαι ότι πήρα τηλέφωνο τον Ζαχαριά και μιλούσαμε για ώρες. Ήμουν ενθουσιασμένος. Πρώτον, γιατί ήταν μία πολύ αστεία ταινία. Το χιούμορ ήταν εκεί και με έναν τρόπο που δεν χρειαζόταν «να το παίξεις». Και ονειρευόμουν αυτό το θέμα, τα θέματα, που εξετάζει η ταινία να ειπωθούν κάποτε πιο χαλαρά. Κι όχι ως βαριά δράματα, ταινίες που σου αφήνουν ένα σκοτάδι, ένα βάρος - τύπο «αυτή η χώρα δεν αλλάζει». Ήθελα να τα κοιτάξουμε με μια ελαφρότητα που θα μάς επιτρέψει να δούμε ότι προχωράμε, γίνονται βήματα, αλλάζουμε σιγά σιγά. Και μέσα στο σενάριο γίνονται αλλαγές, φαίνονται οι αλλαγές. Κι αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Βέβαια καθοριστικός παράγοντας ήταν για μένα ο ίδιος ο Ζαχαριάς. Δεν υπάρχει πιο γλυκός και πιο καλός άνθρωπος να δουλέψεις μαζί του. Αλήθεια το λέω! Κι αν τον δεις και στα γυρίσματα είναι σοκαριστικό πόσο ήρεμος είναι. Οριακά σου σπάει τα νεύρα (γελάει).
Γιώργος Τσιαντούλας: Η πρόταση της ταινίας με βρήκε την περίοδο κόβιντ - σκοτεινιά, μαυρίλα, ανεργία, κλεισούρα στο σπίτι. Και πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η περίοδος της πανδημίας με έβαλε σε μεγάλο υπαρξιακό λούκι. Υπήρχαν μέρες, εβδομάδες, μήνες που αισθανόμουν χαμένος. Τι επιλογές έκανα, τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός τελικά, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες που όλα καταρρέουν. Όχι ότι δεν ξέρω τι αξία έχει η τέχνη μας, τελεολογικά, αλλά προσωπικά ήμουν χαμένος, προσπαθούσα να βρω κάπου να πιαστώ. Οπότε όταν ήρθε αυτό το σενάριο ήταν ένα τεράστιο δώρο. Το διάβασα φωναχτά, όλο, όρθιος μέσα στο διαμέρισμα, μέσα σε δυο ώρες. Ήμουν τόσο χαρούμενος, για όλους αυτούς τους λόγους που είπε κι ο Ανδρέας - την ελαφρότητα, το χιούμορ, τη μη-διδακτικότητα του κειμένου. Μου άρεσε που επεξεργαζόταν τη σχέση δυο ανθρώπων, απλά, νατουραλιστικά, χωρίς φορσέ φτιασίδια. Ξέρεις, καμιά φορά νιώθεις ότι όσοι πάνε να κάνουν μία queer ιστορία σήμερα υπάρχει ένα check-list πραγμάτων που πρέπει να συμπεριλάβουν για να είναι «Netflix approved» θα το ονομάσω εγώ. Είναι πλεονέκτημα της ταινίας ότι δεν έχει τίποτα τέτοιο. Δεν υπογραμμίζεται τίποτα, δεν κουνάει το δάχτυλο πουθενά.
Πάντα ονειρευόμουν τα θέματα που εξετάζει η ταινία να ειπωθούν κάποτε πιο χαλαρά. Κι όχι ως βαριά δράματα, ταινίες που σου αφήνουν ένα σκοτάδι, ένα βάρος - τύπου «αυτή η χώρα δεν αλλάζει». Ηθελα να τα κοιτάξουμε με μια ελαφρότητα που θα μάς επιτρέψει να δούμε ότι προχωράμε, γίνονται βήματα, αλλάζουμε σιγά σιγά...» |Ανδρέας Λαμπρόπουλος
Πάντως κι αυτό που λέτε - όλα τα θέματα αγγίζονται μέσα από τους κινηματογραφικούς κανόνες μιας κομεντί. Μία queer κομεντί σε μία χώρα που δεν ξέρουμε να κάνουμε κομεντί, γενικώς! Σας άρεσε που ασχοληθήκατε με το είδος;
Γιώργος Τσιαντούλας:
Πολύ. Και είχε ενδιαφέρον αυτή η ανατροπή. Στην κωμωδία ξέρεις το ρυθμό, την τονικότητα, την εξωστρέφεια, την υπερβολή - κανόνες που έχουμε μάθει από το παραδοσιακό θέατρο. Εδώ, κατασκευάζαμε κάτι άλλο όμως. Ένα bromance comedy που η πρώτη οδηγία του Ζαχαρία ήταν ότι εμείς παίζουμε σοβαρά. Χωρίς να κάνουμε act out την κωμωδία, χωρίς μούτες. Τα πράγματα που ζουν οι ήρωες είναι σοβαρά, είναι οι ζωές τους. Το κινηματογραφικό φίλτρο και το πλαίσιο τα έκανε αστεία, αλλά αυτός δεν ήταν ο αυτοσκοπός. Το χιούμορ προέκυπτε νατουραλιστικά, γιατί πολλές φορές οι άνθρωποι μέσα στα λάθη ή τις αμηχανίες μας είμαστε αστείοι.
Είναι μία κομεντί λοιπόν, όμως παράλληλα βάζει το mainstream κοινό μπροστά σ’ έναν queer κόσμο που του ήταν/είναι στην καλύτερη περίπτωση άγνωστος, στη χειρότερη δαιμονοποιημένος. Και του δείχνει «την κανονικότητα της διαφορετικότητας» - έτσι τσακωνόμαστε, έτσι ερωτευόμαστε, έτσι τρώμε ghosting, έτσι μάς πρήζει η μητέρα μας, έτσι υπάρχουμε κι εμείς. Αυτό δεν είναι από μόνο του πολύ σημαντικό για να ανοίξει ένας διάλογος; Τελικά, μήπως η κωμωδία λέει τα πιο σοβαρά πράγματα;
Γιώργος Τσιαντούλας:
Σίγουρα. Και ταυτόχρονα, μεγάλη κουβέντα. Το να λέμε ιστορίες ανθρώπων, όλων των ανθρώπων, είναι για μένα κλειδί - σε όλες τις τέχνες. Το θέμα όμως είναι που φτάνουν και πόσο φτάνουν αυτές οι ιστορίες που λέμε στην ευρύτερη κοινωνία. «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» θα βγει σε μερικά, λίγα, συγκεκριμένα σινεμά, στην Αθήνα. Αν δηλαδή σκεφτεί κανείς ότι μία ελληνική ταινία έχει έτσι κι αλλιώς περιορισμένη διανομή συνήθως, τι είδους διανομή έχει μία queer ελληνική ταινία; Πήγαμε στα φεστιβάλ του εξωτερικού, είδαμε την ανταπόκριση, είδαμε ότι αυτές οι ταινίες φτάνουν σε πολλούς ανθρώπους κι ανοίγουν το φάσμα του διαλόγου. Στην Ελλάδα, μέχρι που μπορεί να ακουστεί η ιστορία μας; Είμαι περίεργος να δω τι θα συμβεί όταν παιχτεί στο ErtFlix.
Δεν είχα κανένα πρόβλημα να παίξω έναν εξτράβαγκαντ γκέι χαρακτήρα, αλλά δε θα έπαιζα ποτέ μία καρικατούρα. Θα το σιχαινόμουν αυτό. Θεωρώ όμως ότι όλοι οι άντρες, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας, έχουμε μία θυληπρέπεια. Οσο πιο κοντά έρθουμε σε αυτή την πλευρά μας, αν την αποδεχθούμε και την αγκαλιάσουμε, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.» | Ανδρέας Λαμπρόπουλος
Ανδρέα, ο ήρωας σου ο Νικήτας είναι έντονα εξωστρεφής, απολαυστικά απελευθερωμένος. Σε τρόμαξε; Έκρυβε αυτός ο ρόλος κι έναν κίνδυνο: να θέλεις να τον παρουσιάσεις δίκαια, χωρίς σεμνοτυφίες και φόβο, αλλά παράλληλα να μην σου ξεφύγει σε εύκολη κωμική καρικατούρα;
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Ήταν το πρώτο πράγμα που είπα στον Ζαχαριά. Του ξεκαθάρισα ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα να παίξω έναν γκέι χαρακτήρα, αλλά δε θα έπαιζα ποτέ μία καρικατούρα. Θα το σιχαινόμουν αυτό. Θεωρώ ότι όλοι οι άντρες, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας, έχουμε θηλυπρέπεια. Όσο πιο κοντά έρθουμε σε αυτή την πλευρά μας, αν την αποδεχθούμε και την αγκαλιάσουμε, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε με τον Ζαχαρία είναι να βρούμε την ισορροπία, τη σοβαρότητα, τη χαρούμενη πλευρά, τη συγκινητική πλευρά. Δουλέψαμε πολύ το ρόλο, δουλέψαμε πολύ την κινησιολογία του με την Δήμητρα την acting coach μας - κάναμε ένα χρόνο πρόβες, δεν ήταν 2 μήνες. Ο Νικήτας σα χαρακτήρας είναι «αλλού» κι εγώ έφτασα στο σημείο στο γύρισμα που είχα τόσο ελεύθερο το σώμα μου -κάτι που στην προσωπική μου ζωή δεν το κάνω ποτέ- που ένιωθα ότι δεν ελέγχω καθόλου τις κινήσεις μου.. Με είχαν λοιπόν όλοι στο νου τους γιατί έπεφτα πάνω στις κάμερες. Παρέδωσα στον Νικήτα τον πλήρη έλεγχο. Με κατάπιε αυτό το πλάσμα που είναι ειλικρινά αθώο, αυθόρμητο, αφελές, χύμα. Κι αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Κι έμαθα πολλά μέσα από αυτό. Αυτό είναι και το υπέροχο σ’ αυτή τη δουλειά, πόσα καινούργια πράγματα μαθαίνεις - κυρίως για τον εαυτό σου.
Σε μια τέτοια ερμηνεία, ποιο είναι το δίχτυ ασφαλείας σου; Το σενάριο, ο σκηνοθέτης σου, το ότι το δουλεύατε τόσο προσεχτικά για ένα χρόνο;
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Ολα μαζί. Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα στοπ στο γύρισμα από κανέναν. Ειδικά από τον Ζαχαρία. Μετά από τόση δουλειά και πρόβα και χτίσιμο των προσωπικών μας σχέσεων και με τον Γιώργο, ένιωσα ασφαλής. Και ξέχασα εμένα. Κάπως έτσι κάνεις τη βουτιά και δεν κοιτάς αν έχεις δίχτυ. Η μόνη κόκκινη γραμμή του Ζαχαρία ήταν να λέω τον λόγο όπως ακριβώς τον είχε γράψει (κοιτάει πονηρά τον Γιώργο), σε α-ντί-θε-ση με τον Γιώργο (γελάνε). Ο Ζαχαρίας ήταν πολύ συγκεκριμένος στο κείμενο του, ακόμα και στον τονισμό των λέξεων. Αλλά δεν έκοβε ποτέ τους αυθορμητισμούς μου, γιατί δεν μπορείς να βάλεις σε έναν τέτοιο ήρωα λουριά. Και κάποια στιγμή στη Βενετία μου αποκάλυψε ότι με φοβήθηκε όταν ξέφευγα, αλλά τελικά αυτές οι στιγμές στην ταινία που είμαι ο εαυτός μου είναι και οι πιο ωραίες. Αυτό που μου είπε ο σκηνοθέτης μου ήταν το μεγαλύτερο δώρο - μεγαλύτερο από κάθε βραβείο.
Γιώργο εσύ είχες το αντίθετο να χειριστείς. Ο Δημοσθένης είναι ένας ήρωας πιο κλειστός, πιο βαρύς, πιο σιωπηλός, πιο λιτός εκφραστικά. Είσαι κι εσύ έτσι;
Γιώργος Τσιαντούλας: Είμαι κι εγώ λίγο έτσι. Μοιράζομαι κάτι με τον Δημοσθένη - αυτή την πολυμορφία, την προσαρμογή στις καταστάσεις. Ανάλογα με το περιβάλλον παίζω κι εγώ ρόλους. Κι ο Δημοσθένης έπρεπε να είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα - σαν να έχει μπροστά του ένα πιλοτήριο με πάρα πολλά κουμπιά, κι ανάλογα με το που βρίσκεται, πατάει ένα κουμπί και γίνεται ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το έχω κι εγώ αυτό - είμαι διαφορετικός με τους γονείς μου, διαφορετικός με τους φίλους μου, άλλος με τους συνεργάτες μου ως ηθοποιός, άλλος με τους συνεργάτες μου όταν σκηνοθετώ. Ο Δημοσθένης είχε αυτό το ερμηνευτικό κλειδί. Όταν το κατάλαβα, τον ξεκλείδωσα. Ένας άντρας ψυχοσυναισθηματικά συνεχώς αλέρτ για το ποιον έχει απέναντι του. Ακόμα και στις πρόβες, ανάλογα με ποιον έβαζαν δίπλα μου, εγώ έβγαζα έναν πολύ διαφορετικό Δημοσθένη. Η ισορροπία όλων αυτών έφτιαξε το ρόλο τελικά. Του το λέει κι ο Νικήτας στην ταινία όταν πέφτει η ερώτηση ποιοι θα τους έπαιζαν στο Χόλιγουντ - «εσύ έχεις χίλια πρόσωπα, δεν είσαι εύκολος ρόλος».
Για τον Δημοσθένη το γυμνό ήταν το κοστούμι του. Στο Υπουργείο φορούσε πουκάμισο, στα λιμανάκια της Βάρκιζας φορούσε το γυμνό του σώμα. Είναι ένα σαρκίο, ένα τσόφλι. Το αντιμετώπισα σαν ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθε φορά που βρίσκω τα παπούτσια που είναι «άνετα» για έναν ρόλο, με βοηθούν στο να βρω και τον ίδιο τον ρόλο...» | Γιώργος Τσιαντούλας
Τι σημαίνει για εσάς το γυμνό ως τρόπος έκφρασης ενός ηθοποιού; Το γυμνό είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των ρόλων σας. Όχι μόνο στα λιμανάκια της Βάρκιζας, αλλά και στη σκηνή σεξ, μία από τις πιο ειλικρινείς σε μέινστριμ ελληνική ταινία. Πόσο έχετε μάθει να το χρησιμοποιείτε ως μία ακόμα μορφή έκφρασης;
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Όπως είπε κι ο Γιώργος πριν, σε αυτή τη δουλειά λέμε ιστορίες. Σ’ αυτές τις ιστορίες οι άνθρωποι είναι και γυμνοί - κάνουν σεξ, κάνουν μπάνιο, ζουν την καθημερινότητά τους. Πόσο πουριτανικό πια να το αποσιωπούμε και να το λογοκρίνουμε. Δεν έχω θέμα με το γυμνό, απλώς θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει λόγος στο σενάριο. Στην ταινία ήταν γραμμένο να είναι κι ο Νικήτας γυμνός. Εγώ, όπως ένιωσα τον χαρακτήρα, θεώρησα ότι πρέπει να μην είναι, να φοράει το μαγιώ του. Νομίζω ότι δικαιώθηκα. Θα το ανακαλύψει κανείς βλέποντας την ταινία.
Γιώργος Τσιαντούλας: Ναι, το μαγιώ ήταν πολύ σημαντικό τελικά για τον Νικήτα. Τι σημαίνει είμαι out σ’ έναν δημόσιο χώρο, που βρίσκομαι με τη σεξουαλικότητα μου αυτή τη στιγμή. Αντιθέτως, για τον Δημοσθένη όταν ήταν απέναντι στην queer του πλευρά, όταν υιοθετούσε αυτό το ρόλο, το γυμνό ήταν το κοστούμι του. Στο Υποργείο φορούσε πουκάμισο, στα λιμανάκια της Βάρκιζας φορούσε το γυμνό του σώμα. Είναι ένα σαρκίο, ένα τσόφλι. Το αντιμετώπισα σαν ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθε φορά που βρίσκω το ζευγάρι παπούτσια που είναι «άνετα» για έναν ρόλο, με βοηθούν στο να βρω και τον ίδιο τον ρόλο.
Πάντως στην ταινία το γυμνό αποτίνει κι έναν φόρο τιμής στο συγκεκριμένο τόπο και στον μικρόκοσμό του. Ο περισσότερος κόσμος ακούει Λιμανάκια Β και σκέφτεται κάτι σκοτεινό, βρώμικο, πολύ επικίνδυνο - γιατί δαιμονοποιούμε κάτι που δεν γνωρίζουμε. Ενώ τα λιμανάκια είναι ένα safe space για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Ναι φυσικά υπάρχει φλερτ, casual sex, μία σεξουαλικότητα στην ατμόσφαιρα. Κυρίως όμως εκεί μπορείς να είσαι ο εαυτός σου, να είσαι ελεύθερος, να είσαι ασφαλής ανάμεσα σε φίλους, να κάνεις το μπάνιο σου, να πιεις τις μπύρες σου. Ότι αυτή η συνθήκη αποτυπώθηκε έτσι σε μία ταινία για μένα έχει πολύ μεγάλη αξία, σχεδόν ντοκιμαντερίστικη - το ότι έχουμε δηλαδή τον μικροπωλητή που πουλάει μπύρες και αναψυκτικά και περπατάει σε όλη την ακτογραμμή και δεν δίνει σημασία αν είμαστε γυμνοί.
Και μέσα σε αυτά χωράει και μία drag Αλίκη Βουγιουκλάκη πάνω στο μονό της στρώμα θαλάσσης…
Ανδρέας Λαμπρόπουλος:
Πόσο τέλεια ιδέα ήταν αυτή. Ένα κλείσιμο του ματιού να μην παίρνουμε τη ζωή τόσο στα σοβαρά. Κι επίσης ακόμα μία ειλικρινής queer καταγραφή - η Αλίκη Βουγιουκλάκη είναι icon για τις drug, υπάρχει σε όλα τα σόου. Το καταδιασκεδάσαμε αυτό το γύρισμα. Είχαμε βάλει στα ηχεία τέρμα το τραγούδι, όλοι χορεύαμε και τραγουδούσαμε. Ήταν υπέροχα.
Είμαστε η χώρα που την μία εβδομάδα ψήφισε την ισότητα στον γάμο και την επόμενη έγινε το ακραίο περιστατικό bullying στη Θεσσαλονίκη. Ηταν μεγάλο βήμα το ψήφισμα, όμως ταυτόχρονα ήταν και πολύ τρομακτικός ο ομοφοβικός αντίλαλος - τα χιλιάδες μηνύματα μίσους στα σχόλια στα σόσιαλ. Δεν μπορώ να μην το δω κι αυτό. Δεν ξέρω κατά πόσο άλλαξε η Ελλάδα. Καμιά φορά αισθάνομαι ότι ζούμε στη φούσκα μας. Εχουμε πολλή δουλειά ακόμα...» | Γιώργος Τσιαντούλας
Υπάρχει η ανοιχτή συζήτηση τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην Αμερική, για το αν είναι θεμιτό να παίζουν στρέιτ ηθοποιοί γκέι χαρακτήρες. Από την μία αυτή η αγωνία εμπεριέχει την αναγκαιότητα ουσιαστικής αντιπροσώπευσης και συμπερίληψης, κάτι που πρέπει να προσέξουμε. Από την άλλη, το επάγγελμα του ηθοποιού δεν σημαίνει ελευθερία - μεταμόρφωση σε κάτι άλλο, εκτός εαυτού; Η Κέιτ Μπλάνσετ έπαιξε τον Μπόμπ Ντίλαν, για παράδειγμα…
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Θεωρώ εντελώς λάθος να μπαίνουν όρια. Δεν υπάρχει «πρέπει» - πρέπει ένας γκέι ηθοποιός να παίξει έναν γκέι χαρακτήρα. Όπως και δεν πρέπει μετά ένας γκέι ηθοποιός να θεωρείται ότι μπορεί να παίξει μόνο έναν γκέι χαρακτήρα - άλλο κλισέ αυτό, να σε κλειδώνουν, να σε τυποποιούν σε ένα ρόλο.
Γιώργος Τσιαντούλας: Εγώ είμαι με την Κέιτ Μπλάνσετ (γελάει). Θεωρώ ότι αυτός είναι ο ορισμός της υποκριτική - να αναλαμβάνεις την πρόκληση να παίξεις τα πάντα. Και να έχεις την ελευθερία να το κάνεις. Θεωρώ αυτό το ζήτημα ότι απασχολεί περισσότερο την Αμερική, γιατί έχουν μία τεράστια βιομηχανία και έχουν πραγματικό πρόβλημα. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός του κάθε ηθοποιού δεν πρέπει να μπαίνει καθόλου στη ζυγαριά στην επιλογή ενός ρόλου.
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Κι αυτό ήταν κι ένα ζητούμενο του Ζαχαρία. Δεν έκανε την ταινία για να σηκώσει το λάβαρο του σεξουαλικού προσανατολισμού. Την ιστορία δύο φίλων ήθελε να πει. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός τους δεν έχει και πολύ σημασία τελικά. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, ακούς τα προβλήματα του Δημοσθένη, ακούς τα θέματα του Νικήτα, βλέπεις τις ζωές τους. Ξεχνιέσαι. Το ότι αυτοί οι δύο είναι γκέι δεν είναι το ζητούμενο, δεν υπογραμμίζεται.
Θεωρώ εντελώς λάθος να μπαίνουν όρια στους ηθοποιούς. Δεν υπάρχει «πρέπει» στην υποκριτική - καθόλου δεν πρέπει μόνο ένας γκέι ηθοποιός να παίξει έναν γκέι χαρακτήρα. Όπως και δεν πρέπει ένας γκέι ηθοποιός να θεωρείται ότι μπορεί να παίξει μόνο έναν γκέι χαρακτήρα.» Ανδρέας Λαμπρόπουλος
Πάντως η ταινία θα κάνει πρεμιέρα σε μια Ελλάδα που έχει αλλάξει - νομικά, θεσμικά, αδιαμφισβήτητα. Ψηφίστηκε ο νόμος για την ισότητα στο γάμο και αυτό είναι μία νέα σελίδα για αυτή τη χώρα. Σε αυτή την νέα πραγματικότητα θα κάνει πρεμιέρα η ταινία…
Γιώργος Τσιαντούλας: Κοίτα, εγώ δεν ξέρω αν η Ελλάδα έχει αλλάξει. Σίγουρα αυτός ο νόμος φέρνει κάτι θέσφατο στην ελληνική κοινωνία. Κάτι που θα έπρεπε να είναι δεδομένο, με σεβασμό και αλληλεγγύη, για όλους τους πολίτες του κόσμου. Γιατί έχει να κάνει με την αγάπη. Να μπορώ να συνδεθώ κι εγώ με τον αγαπημένο μου κάτω από ένα νομικό πλαίσιο που το αναγνωρίζει. Οπότε ναι, αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όμως είμαστε η χώρα που την μία εβδομάδα ψήφιζε την ισότητα στον γάμο και την επόμενη έγινε το ακραίο περιστατικό bullying στην Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μεγάλο βήμα το ψήφισμα, όμως ταυτόχρονα ήταν και πολύ τρομακτικός ο ομοφοβικός αντίλαλος - τα χιλιάδες μηνύματα μίσους στα σχόλια στα σόσιαλ. Δεν μπορώ να μην το δω, ξεκάθαρα. Καμιά φορά αισθάνομαι ότι ο κύκλος μας περιορίζεται σε μία μεγάλη φούσκα. Εκεί είμαστε ελεύθεροι να συζητήσουμε, να εκφραστούμε και μετά βγαίνουμε πιο έξω και υπάρχει κάτι το τρομακτικό. Είναι απαισιόδοξο αυτό που λέω, αλλά δεν μπορώ να μην το δω καθαρά. Έχουμε πολλή δουλειά ακόμα.
Ίσως εκεί όμως το σινεμά βοηθάει. Ένα queer bromance, βοηθάει. Πώς θα θέλατε να φύγει ο θεατής από την αίθουσα; Με την συνειδητοποίηση ότι βγάλαμε κι αερίσαμε κάποια θέματα που το mainstream ελληνικό κοινό είχε αλλιώς στο μυαλό του; Με το κέφι, τη δροσιά της queer κωμωδίας; Με όσα ενώνουν αυτά τα δυο;
Γιώργος Τσιαντούλας: Αυτό θα ήταν το ιδανικό. Να βγει ο κόσμος από την αίθουσα έχοντας ανακαλύψει κοινά σημεία, έχοντα ξορκίσει ταμπού και δαίμονες. Έχοντας έρθει σε επαφή κι έχοντας, με κάποιο τρόπο που ίσως να μην περίμενε, συνδεθεί. Ανακαλύψει πράγματα ο καθένας για τον εαυτό του. Αν το καταφέρνει αυτό το σινεμά, αν το επιτυγχάνει αυτό η τέχνη είμαστε σε πολύ καλό δρόμο.
To «Καλοκαίρι της Κάρμεν» κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες την Πέμπτη 13 Ιουνίου από το Cinobo
Διαβάστε περισσότερα:
Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής θέλει να κάνει σινεμά στην Ελλάδα
Ζαχαρίας Μαυροειδής & Ξενοφώντας Χαλάτσης έφεραν το καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη