Μπορεί τελικά το «Lady Bird» να μην κατάφερε να κερδίσει κανένα Οσκαρ από τα πέντε για τα οποία ήταν υποψήφιο, η σκηνοθέτης του, όμως, Γκρέτα Γκέργουιγκ, αναγνωρίστηκε καθολικά κι ομόφωνα ως μία από τις αποκαλύψεις της χρονιάς. Λίγοι γνωρίζουν, ωστόσο, ότι το «Lady Bird» δεν είναι η πρώτη φορά που η Αμερικανίδα ηθοποιός πέρασε πίσω από την κάμερα, αλλά ότι μια δεκαετία πριν, το 2008, είχε συνυπογράψει τη σκηνοθεσία στο «Nights and Weekends», ένα μικρό κι ακατέργαστο mumblecore διαμάντι, μαζί με τον πατριάρχη του είδους, Τζο Σουάνμπεργκ.
Για όποιον δεν γνωρίζει, το mumblecore είναι μια υποκατηγορία του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, η οποία άνθισε κυρίως στο δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Επηρεασμένοι από τον Τζον Κασσαβέτη, τη γαλλική Νουβέλ Βαγκ (κυρίως τις διαλογικές ηθογραφίες του Ερίκ Ρομέρ) και τις μινιμαλιστικές δημιουργίες του Τζιμ Τζάρμους και του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, μια χούφτα νέων δημιουργών αξιοποίησαν καλλιτεχνικά τις δυνατότητες που έδινε πλέον η ψηφιακή τεχνολογία για παραγωγή ταινιών με ελάχιστα οικονομικά μέσα και δημιούργησαν μια σειρά από ταινίες που έχουν ως κοινό στοιχείο την ελάχιστη δραματουργία, την έμφαση στο διάλογο και την επικέντρωση σε μικρές, φαινομενικά αδιάφορες, στιγμές της καθημερινότητας των (σχεδόν αποκλειστικά) εικοσάχρονων και τριαντάχρονων ηρώων τους, οι οποίες όμως υπονοούν (χωρίς να ενδιαφέρονται απαραίτητα γι’ αυτό) όλα όσα τους προβληματίζουν, και υπογραμμίζοντας κυρίως την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ τους.
Διαβάστε ακόμη: Το «The Domestic Kingdom and Terror and Beauty» της Γκρέτα Γκέργουιγκ
Γραμμένο, σκηνοθετημένο και ερμηνευμένο από τον Τζο Σουάνμπεργκ και την Γκρέτα Γκέργουιγκ, το «Nights and Weekends» είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του είδους κι επικεντρώνεται στη σχέση από απόσταση του Τζέιμς και της Μάτι, δύο νεαρών Αμερικανών οι οποίοι (επί ματαίω) προσπαθούν, ο ένας στο Σικάγο και η άλλη στη Νέα Υόρκη, να χτίσουν κάτι ουσιαστικό στις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα που καταφέρνουν να βρεθούν μαζί. Επειτα από σύντομες συναντήσεις, σκηνές άβολου σεξ, αμήχανες εκμυστηρεύσεις και επικοινωνιακά κενά, το ζευγάρι θα χωρίσει (;) και θα ξαναβρεθεί ύστερα από έναν χρόνο για να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί ξανά, αμφότεροι αβέβαιοι ως προς το τι θέλουν από τον άλλο, αλλά κυρίως από το τι θέλουν από τον εαυτό τους και πώς μπορούν να το διεκδικήσουν.
Πιστοί στους κανόνες και τις προσταγές του mumblecore, τους οποίους άλλωστε οι ίδιοι δημιούργησαν, ο πρώτος σκηνοθετώντας πάνω από δέκα μικρού ή μεγάλου μήκους ταινίες και η δεύτερη πρωταγωνιστώντας σε πολλές από αυτές, ο Σουάνμπεργκ και η Γκέργουιγκ ποσώς ενδιαφέρονται να παρουσιάσουν τη γραμμική και νομοτελειακή πορεία μιας σχέσης εξ αποστάσεως. Ποτέ δε μαθαίνουμε πώς ο Τζέιμς και η Μάτι γνωρίστηκαν, ούτε βλέπουμε κάποιο σημείο καμπής στην κοινή τους πορεία, ούτε φυσικά καταλαβαίνουμε ακριβώς αν και γιατί χώρισαν, ή αν πρόκειται να ξαναβρεθούν στο μέλλον.
Διαβάστε ακόμη: «Κωμικός ρεαλισμός»: δείτε πώς η Γκρέτα Γκέργουιγκ σκηνοθέτησε το «Lady Bird»
Τα πάντα μένουν μετέωρα και απροσδιόριστα στη σχέση των δύο πρωταγωνιστών, και η κάμερα τούς παρακολουθεί μόνους, μαζί ή στις σποραδικές επαγγελματικές και φιλικές συναναστροφές τους, με μια νατουραλιστική αμεσότητα που θυμίζει ταινία τεκμηρίωσης. Η απουσία μουσικής επένδυσης, οι αυτοσχεδιαστικοί διάλογοι και η ψηφιακή χειροκίνητη κάμερα επιτείνουν την αίσθηση μιας ανελέητης και φυγόκεντρης πραγματικότητας κι αναδεικνύουν ένα αστικό τοπίο, ψυχρό κι αδιάφορο για τις μικρές ή μεγάλες ιστορίες που εκτυλίσσονται μέσα σε αυτό.
Αν και διαρκεί μόλις μία ώρα και είκοσι λεπτά, το «Nights and Weekends» δεν είναι μια ταινία για όλους, ούτε ρέει αβίαστα μέσα στη σεναριακή της ραθυμία, ειδικά για όσους θεατές αναζητούν στο σινεμά τις έντονες συγκινήσεις και την αριστοτελική κάθαρση της τελευταίας πράξης. Καμία μεγάλη αλήθεια για τις ανθρώπινες σχέσεις δεν ξεστομίζεται και κανενός η ζωή δεν αλλάζει εντός ή εκτός οθόνης, υπάρχει όμως μια βασανιστική οικειότητα σε όλα όσα διαδραματίζονται, ακόμα κι όταν η ταινία φλερτάρει με τον χιπστερικό σολιψισμό.
Διαβάστε ακόμη: «Lady Bird»: Οσα λένε τα κορίτσια μεταξύ τους
Η Γκρέτα Γκέργουιγκ κερδίζει από την αρχή το παιχνίδι και τις εντυπώσεις με τη χαρισματική της παρουσία και την έμφυτη αμηχανία της, τόσο στις σκηνές που είναι μόνη, αβέβαιη κι ευάλωτη, όσο κι όταν προσπαθεί ανεπιτυχώς να εκφράσει τα συναισθήματά της και χάνει τα λόγια της. Ο Σουάνμπεργκ, από την άλλη, περιορίζεται σοφά σε μια σχεδόν ανέκφραστη και υποδόρια ερμηνεία, όχι μόνο για να αφήσει την παρτενέρ του να αναδειχθεί, αλλά και για να δημιουργήσει την κατάλληλη αντίστιξη για τη δυναμική της σχέσης.
Το «Nights and Weekends» δεν διεκδικεί καμία περίοπτη θέση στην ιστορία του κινηματογράφου κι αντιμετωπίζεται σήμερα ως ένα τυπικό δείγμα του είδους μέσα από το οποίο ξεπήδησε. Κι αν ο Σουάνμπεργκ συνέχισε –και συνεχίζει– να δημιουργεί μέσα στο ίδιο (αυτιστικό πλέον) αισθητικό και σημειολογικό πλαίσιο του mumblecore, η Γκέργουιγκ πήρε τα καλύτερα στοιχεία του, τα μπόλιασε με τις δικές της αυτοβιογραφικές εμπειρίες και παρέδωσε φέτος μια συναισθηματικά γενναιόδωρη κι αφοπλιστική κατάθεση ψυχής. Γιατί όπως στους χωρισμούς, έτσι και στις ταινίες, άλλος μένει για πάντα στάσιμος κι άλλος προχωρά ορμητικά μπροστά.