Σακραμέντο, Καλιφόρνια, 2002. Η 17χρονη Κριστίν ΜακΦέρσον, τελειόφοιτη στο τοπικό Καθολικό Γυμνάσιο, βάφει τα μαλλιά της ροζ, βαφτίζει τον εαυτό της «Lady Bird» (κι επιμένει φίλοι, γονείς και καλόγριες δασκάλες να τη φωνάζουν με το «δικό της» βαφτιστικό) παίρνει μέρος στη θεατρική ομάδα του σχολείου, ζει τους πρώτους έρωτες και τις πρώτες μεγάλες απογοητεύσεις, μοιράζεται μυστικά, ανασφάλειες κι απορίες για το σεξ με την κολλητή της, τσακώνεται μονίμως με τον μεγαλύτερο αδελφό της και πάνω από όλα: ονειρεύεται ότι το κολλέγιο θα την πάρει μακριά από αυτό τον μικρόκοσμο όπου «τίποτα δεν συμβαίνει». Σε αυτό, βρίσκει εμπόδιο την πραγματίστρια μητέρα της: τα οικονομικά τους δεν τους το επιτρέπουν. Ο πατέρας της έχει χάσει τη δουλειά του, εκείνη με τα ωράρια νοσοκόμας μόλις τα βγάζει πέρα. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος. Βρισκόμαστε στην Αμερική, ένα χρόνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ο φόβος και η διάχυτη παράνοια ροκανίζουν τις αντιστάσεις και την κοινή λογική. Η μητέρα της θέλει να την κρατήσει ασφαλή στη φωλιά της. Εκείνη όμως είναι ασυγκράτητη. Ανυπομονεί για τη ζωή της να ξεκινήσει. Η Lady Bird είναι έτοιμη να πετάξει...

Η Γκρέτα Γκέργουιγκ ήταν και η ίδια έτοιμη να πετάξει από καιρό. Για μία δεκαετία έκανε ζέσταμα, γράφοντας 7 σενάρια (δύο εκ των οποίων για τα «Frances Ha» και «Mistress America» του Νόα Μπόμπακ, όπου πρωταγωνιστούσε) και συνυπογράφοντας με τον Τζο Σουάνμπεργκ τη σκηνοθεσία στο «Nights and Weekends». Ολα έμοιαζαν να την προετοιμάζουν για το σήμερα, για αυτό, το προσωπικό σκηνοθετικό της ντεμπούτο. Ενα ντεμπούτο που της άνοιξε το δρόμο για τα βραβεία των κριτικών ενώσεων, τις Χρυσές Σφαίρες και τα Οσκαρ. Καθόλου άδικα.

Νεανικές ταινίες, εφηβικές κομεντί, δραμεντί ενηλικίωσης έχουμε δει πολλές. Η διαφορά στην πέννα και το φακό της Γκέργουιγκ είναι ότι τίποτα δεν μοιάζει σχηματικό, στερεότυπο, ούτε καν κατασκευασμένο. Η ίδια ομολογεί ότι, μπορεί η ταινία να μην είναι αυτοβιογραφία, αλλά όλα όσα περνούν οι έφηβοι ήρωές της τα έχει περάσει. Το αξιέπαινο είναι ότι τα θυμάται - όχι εξιδανικευμένα, αλλά με αφοπλιστική, αμήχανη, αισθαντική, ανελέητη ειλικρίνεια.

Η ηρωίδα της δεν είναι cool, δεν είναι δημοφιλής, δεν είναι όμορφη. Αλλά έχει διαβολεμένη αυτοπεποίθηση. Και ταυτόχρονα υπέρμετρη ανασφάλεια. Τους έχει όλους γραμμένους, αλλά ντρέπεται και για το φτωχικό της σπίτι. Είναι πανέξυπνη, είναι αφελής. Μέτρια μαθήτρια, ενώ μισεί τη μετριότητα παντού. Καλόκαρδη κι ευαίσθητη, αλλά κι αλαζονική κι αυθάδης. Ατίθαση κι επαναστάτρια, όμως αγαπά τον ιερέα καθηγητή θεατρικών σπουδών και μοιράζεται καλόκαρδα γέλια με την καλόγρια διευθύντριά της (αξιέπαινα η Γκέργουιγκ ξεφεύγει κι από τα κλισέ της «κόλασης» ενός Καθολικού Σχολείου). Πνίγεται στη γειτονιά της και ταυτόχρονα λιγώνει από συγκίνηση για κάθε γέφυρα, κάθε της παρκάκι. Ουρλιάζει στην τύρανο-μητέρα της και πέφτει ορμητικά στο στήθος της κάθε φορά που πονά, κάθε φορά που η μικρή της ζωή και τα μεγάλα της όνειρα την προδίδουν. Ακραία, αντιφατική, ασχημάτιστη, άδικη. Αυτό δεν είναι η εφηβεία;

Αυτό αποτυπώνει η Γκέργουιγκ. Πέρα από τους υπέροχους, καλοδουλεμένους διαλόγους, πίσω κι από τις πανέξυπνες πικρές ατάκες, κρύβεται ένα ερωτικό γράμμα στον έφηβο, άτσαλο εαυτό της. Με οξυδέρκεια, τρυφερότητα, φροντίδα και τόλμη, πλημμυρίζει την ταινία με εκατοντάδες μικρές στιγμές, χιλιάδες μικρές λεπτομέρειες, όλα τα μικρά «τίποτα» που μας καθόρισαν, που συνωμοτικά αναγνωρίζουμε ως τη συλλογική μας νιότη. Αυτή είναι η διαφορά της ταινίας: δεν σου «δείχνει» απλώς τι σημαίνει να είσαι 17 χρονών. Δεν σου το «θυμίζει». Σε στέλνει πίσω. Σε κάνει να το νιώσεις από την αρχή. Βλέπεις τη Lady Bird και τη φιλεναδούλα της, ξαπλωμένες ώμο με ώμο, να ακούν στη διαπασών το «Crash Into Me» των Dave Matthews Band, τραγουδώντας δραματικά από τα σπλάχνα τους, θρηνώντας την πρώτη ερωτική απογοήτευση και ξαφνικά μυρίζεις την ταπετσαρία στο παιδικό σου δωμάτιο. Κοιτάς την οθόνη, γελάς και κλαις μέσα από τον ίδιο λυγμό.

Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν έχει τη δύναμη του κεντρικού άξονα της ταινίας: τη σχέση μητέρας-κόρης. Μπορεί η Γκέργουιγκ να σκύβει με φροντίδα και στον γλυκό, πράο, άνεργο πατέρα, χαρίζοντάς του σημαντικές μικροστιγμές τρυφερότητας, το βλέμμα της είναι όμως φιξαρισμένο στην εύθραυστη δυναμική που μοιραζόμαστε με το πλάσμα που μας έφερε στη ζωή. Και στα 17 μας είμαστε σίγουροι ότι ο μόνος σκοπός της είναι να εμποδίζει τη ζωή μας. Η Γκέργουιγκ πλησιάζει τόσο νατουραλιστικά με το φακό της και καταγράφει με τέτοια ακρίβεια στον τόνο την απόσταση, αλλά και το άρρηκτο δέσιμο των δυο γυναικών - τις βάζει να ψωνίζουν, να γκρινιάζουν, να μαλώνουν, να αγαπιούνται ξανά πάνω στο τέλειο φόρεμα, να οδηγούν γελώντας, να οδηγούν κλαίγοντας, να οδηγούν βουβά, να κλείνουν πόρτες με θόρυβο, να ανοίγουν αγκαλιές με άνευ όρων αγάπη.

Ολοι οι ηθοποιοί της Γκέργουιγκ είναι καταπληκτικοί, σε μικρούς και μεγάλους ρόλους - από το cameo του Τίμοθι Σαλαμέ, ως γόη-κωλόπαιδου, μέχρι την εξαιρετική Μπίνι Φέλντστιν, στο ρόλο της ατσούμπαλης κολλητής, και τον Τρέισι Λετς ως τον γεμάτο κατανόηση και σε στιγμές σπαραχτικό πατέρα. Δικαίως όμως το πρωταγωνιστικό δίδυμο έφτασε στις οσκαρικές πεντάδες. Η Σίρσα Ρόναν αποδεικνύει για ακόμα μία φορά ότι στα 23 της χρόνια έχει ήδη την εμπειρία, την αυτοπεποίθηση και τη στόφα βετεράνου. Η ερμηνεία της είναι αβίαστη, άπιαστη, άυλη. Σαν να την έχει συνθέσει, έτσι απλά, χειροποίητα, με την ατόφια φόρα της ηλικίας - μέσα από ηλεκτρισμένη ενέργεια, ανάσες, τσαμπουκάδες, πληγωμένα βλέμματα. Κι αν η πιτσιρίκα κλέβει, ως οφείλει, την παράσταση, η Λόρι Μέτκαλφ στο ρόλο της μητέρας είναι που ισχυροποιεί με ταλέντο και δύναμη τα θεμέλια της ταινίας. Γιατί μέσα από τις δικές της παύσεις, τη δική της κούραση, την δική της άρνηση, τη δική της απογοήτευση, μέσα από τη σιδερωμένη, φθαρμένη της ποδιά αντικατοπτρίζεται η απομυθοποίηση της ενηλικίωσης. Και η πλάνη του αμερικανικού ονείρου, που ήταν πάντα μια πάλη ταξική. Μητέρα είναι εκείνη που θα σχηματίσει τα φτερά της Lady Bird, θα ονειρευτεί για εκείνη τους πιο γαλάζιους ουρανούς και τελευταία στιγμή θα δειλιάσει να τη σπρώξει από το κλαδί. Γιατί εκείνη ξέρει. Στα μάτια της φαίνεται ο διακόπτης που κάποια στιγμή γυρνά, κι ο ορίζοντας δεν είναι πια ανοιχτός.

Το ντεμπούτο της Γκρέτα Γκέργουιγκ γράφει τη δική του μικρή και βαρυσήμαντη ιστορία - πανέξυπνο, αριστοτεχνικό, συγκινητικό και μοναδικά πρωτότυπο. Οχι όμως. Η ίδια μάλλον δε θα φύγει ούτε με το βραβείο σκηνοθεσίας, ούτε με αυτό της καλύτερης ταινίας από τα Οσκαρ. Δεν πειράζει. Η ενηλικίωση στο Χόλιγουντ, όπως και στη ζωή, δεν είναι δίκαιη.