Ο Ρεμί Μπεζανσόν, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, έχει υπογράψει κάποιες από τις πιο επιτυχημένες, ενδεχομένως και αξέχαστες, γαλλικές ταινίες που βρίσκονται στο μεταίχμιο του εμπορικού και του καλλιτεχνικού σινεμά: ξεκινώντας από το «Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής σου» του 2008, που τον έφερε υποψήφιο για τρία Σεζάρ, ταξιδεύοντας με το «Μεγάλο Ταξίδι της Ζαράφα» και φτάνοντας ως το «Nos Futurs» πριν τρία χρόνια.
Δείτε ακόμη: Κάποιος είναι μέσα στο σπίτι του Ντέιβιντ Λιντς
Ο Νταβίντ Φενκινός, συγγραφέας αλλά επίσης σεναριογράφος και σκηνοθέτης (με πιο αξιαγάπητη ταινία του το «La Delicatesse»), έχει συνηθίσει, με την πρώτη του ιδιότητα, τα μυθιστορήματά του να γίνονται best-sellers στη Γαλλία κι είναι από τους πιο πολυ-μεταφρασμένους σύγχρονους συγγραφείς στην Ευρώπη.
Οι δυο τους, φίλοι συνδεδεμένοι από αλληλο-σεβασμό για τη δουλειά τους, συνεργάστηκαν για πρώτη φορά, παρότι, όπως λένε, το ήθελαν χρόνια. Ο Μπεζανσόν διασκεύασε για το σινεμά το μυθιστόρημα του Φενκινός, «Το Μυστήριο του Κυρίου Πικ». Στην ιστορία, σε μία περίεργη βιβλιοθήκη στην καρδιά της Βρετάνης, την «Βιβλιοθήκη των Απορριφθέντων Βιβλίων», μία νεαρή εκδότρια ανακαλύπτει ένα εκπληκτικό χειρόγραφο που αποφασίζει αμέσως να εκδώσει. Το μυθιστόρημα γίνεται μπεστ-σέλερ. Αλλά ο συγγραφέας του, ο Ανρί Πικ, ένας ιδιοκτήτης πιτσαρίας, που πέθανε δύο χρόνια νωρίτερα, δεν θα μπορούσε να είχε γράψει τίποτε άλλο πέρα από τη λίστα με τα ψώνια, σύμφωνα με τη χήρα του. Ενας κριτικός λογοτεχνίας (Φαμπρίς Λουκινί), πεπεισμένος ότι πρόκειται για απάτη, αποφασίζει να ερευνήσει την υπόθεση, με την απρόσμενη βοήθεια της κόρης του αινιγματικού Ανρί Πικ.
Μαζί, ο Ρεμί Μπεζανσόν κι ο Νταβίντ Φενκινός, επισκέφθηκαν την Αθήνα, προσκεκλημένοι του φετινού Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Εκεί τους συνάντησε το Flix και τους ρώτησε για τα... δικά τους μυστικά, τα καλά κρυμμένα σε συρτάρια.
Η αρχή μιας υπέροχης φιλίας
Νταβίντ Φενκινός Ο Ρεμί διάβασε το βιβλίο μου, του άρεσε, συμφωνήσαμε να το κάνει ταινία, να το διασκευάσει εκείνος κι εγώ το σεβάστηκα απόλυτα, δεν ασχολήθηκα καθόλου μ’ αυτό – ίσα-ίσα, με βόλεψε κιόλας. Γνωριζόμαστε ήδη καλά, λατρεύω το σινεμά του Ρεμί και περίμενα με λαχτάρα δέκα χρόνια να θελήσει να χρησιμοποιήσει ένα βιβλίο μου επιτέλους. Ενιωσα μεγάλη χαρά, μεγάλη περηφάνια και δεν ανησυχούσα για τίποτα.
Ρεμί Μπεζανσόν Θέλησα να κάνω την ταινία συγκεκριμένα για να χρησιμοποιήσω τον Φαμπρίς Λουκινί – οπότε εκείνος εξ αρχής ήταν στο καστ κι όλα τα άλλα στήθηκαν γύρω του. Η μεταφορά του βιβλίου είναι αρκετά ελεύθερη, έγιναν μπόλικες αλλαγές, επικεντρωθήκαμε σ’ έναν, κυρίως, απ’ όλους τους ήρωες. Οπότε η ταινία διατηρεί την ατμόσφαιρα του βιβλίου αλλά είναι και πολύ διαφορετική.
Εχετε φυλάξει δικά σας «απορριφθέντα» έργα;
Ντ.Φ. Εγώ, εννοείται, έχω και βιβλία που δεν έχουν γίνει και ταινίες και θεατρικά έργα, έχω γυναίκες με τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσα. Χρειάζεται υπομονή – για όλα.
Ρ.Μπ. Εγώ, στην αρχή κυρίως της καριέρας μου, έβαλα πολλά σενάριά μου στο συρτάρι. Κι αυτά τα σενάρια, συνήθως, μένουν εκεί, είναι δύσκολο να τα ξαναβγάλεις. Εξελισσόμαστε, ωριμάζουμε, αλλάζουν οι επιθυμίες μας. Συχνά, μ’ έναν τρόπο, προτιμάμε να ξεχνάμε τις αποδείξεις της νεότητάς μας.
Πόσο... αυτοβιογραφικός είναι, στο βιβλίο και την ταινία, ο σαρκασμός των κριτικών;
Ντ.Φ. Εδώ μπαίνει το ζήτημα της πνευματικής εντιμότητας. Κανείς δημιουργός δεν θα είχε, θεωρητικά, πρόβλημα με μια αρνητική κριτική, που εκφράζει την άποψη αυτού που γράφει για το έργο. Ο καθένας είναι ελεύθερος να του αρέσει κάτι ή όχι. Το πρόβλημα είναι ότι, συχνά, η κριτική είναι προκατειλημμένη, ή συνδεδεμένη με την επιτυχία που ο κριτικός θεωρεί ότι το κείμενό του μπορεί να έχει. Το να διαβάσεις μια κριτική ανάλυση για το έργο σου, ακόμα κι από κάποιον που δεν του άρεσε, μπορεί να είναι ως και συγκινητική. Η εμπάθεια είναι κάτι που δεν ανέχομαι.
Ρ.Μπ. Δεν αγαπώ το «μ’ αρέσει – δεν μ’ αρέσει», δεν αγαπώ την κριτική των τεσσάρων λέξεων στο twitter. Το να γράψει κάποιος, «μπα, είναι χάλια». Εχεις αφιερώσει τρία, τέσσερα χρόνια για να κάνεις μια ταινία, το λιγότερο που περιμένεις είναι η κριτική γι’ αυτήν να έχει τουλάχιστον κάποιο βάθος. Να εξηγηθεί, να εξηγήσει, να καταλάβω.
Λογοτεχνία και σινεμά «είδους»
Ρ.Μπ. Για μένα, όλο το σινεμά είναι «είδους». Εκλεισα έναν κύκλο, που ήταν τα χρονογραφήματα εφηβείας, χρονογραφήματα ενηλικίωσης και, τώρα, μ’ αρέσει να τα μπερδεύω, να αθροίζω πιο πολλά πράγματα μαζί.
Ντ.Φ. Εμένα η πρώτη μου επιθυμία ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα μυστηρίου. Οχι αστυνομικό, όχι Στίβεν Κινγκ, ένα ξεκάθαρο μυστήριο, το οποίο θεωρώ ύψιστο είδος. Επιπλέον, δεν ξανακάνω ποτέ κάτι που θεωρώ πως έχω ήδη καταφέρει: προσπαθώ να δίνω στο μυαλό μου ερεθίσματα να πάω παραπέρα. Το να γράψω ένα μυστήριο ήταν πρόκληση, θεωρούσα ότι το κάνω χαζά κι ότι οι αναγνώστες από την πρώτη στιγμή θα καταλάβουν τον ένοχο. Καταχάρηκα που διαπίστωσα ότι ανακάλυπταν την αλήθεια στην τελευταία σελίδα. Λειτούργησε!
Ιστορίες χωρίς σύνορα
Ντ.Φ. Είναι αστείο γιατί, από τη μια πλευρά, αυτό το βιβλίο είναι κυριολεκτικά πολύ γαλλικό, γιατί πολλοί ήρωες βασίζονται σε πραγματικούς ανθρώπους της γαλλικής εκδοτικής αρένας. Η ύπαρξή τους εκεί, βέβαια, δεν είναι ότι ωθεί την εξέλιξη της ιστορίας, δεν έχουν σχέση μ’ αυτή, απλώς για μένα προσθέτουν στοιχεία αληθοφάνειας. Αλλά πάνω απ’ όλα μ’ αρέσουν οι ιστορίες που μπορούν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο σ’ όλο τον κόσμο. Κι η ιστορία ενός μυθιστορήματος που έχει ξεχαστεί σε μια βιβλιοθήκη, αγγίζει με τον ίδιο τρόπο τους πάντες. Οι ιδέες της διασχίζουν κάθε σύνορο. Αλλά όχι ότι σκέφτομαι την εθνικότητα του κοινού όταν γράφω. Τα βιβλία μου έχουν μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία γενικά κι έλεγα στην εκδότριά μου, τι κρίμα, το καινούριο μου βιβλίο είναι όλο στη Βρετάνη, δεν θα τα πάει καθόλου καλά στη Γερμανία. Και μου λέει, είσαι τρελός; Οι Γερμανοί λατρεύουν τη Βρετάνη, όλοι εκεί πάνε διακοπές! Ο καθένας κάτι βρίσκει κάθε φορά για να ταυτιστεί.