Στην κωμόπολη Βανκούβερ της πολιτείας της Ουάσινγκτον, στο Μουσείο Ιστορίας της Clark County, στεγάζεται η μοναδική στον κόσμο βιβλιοθήκη ανέκδοτων βιβλίων. Μια συλλογή δεκάδων χιλιάδων χειρογράφων από επίδοξους ή και δοξασμένους συγγραφείς που απορρίφθηκαν από εκδότες και δεν κατέληξαν ποτέ σε κανένα ράφι. Πρόκειται για τη «Βιβλιοθήκη Μπρότιγκαν», ιδρυμένη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από τον βιβιλοθηκονόμο Τζον Μπάρμπερ μαζί με οπαδούς του Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (1935-1984), του αυτόχειρα ποιητή και συγγραφέα της μπίτνικ γενιάς που άφησε πίσω του δεκάδες ανέκδοτα έργα και είχε φανταστεί μια τέτοια βιβλιοθήκη στο μυθιστόρημά του «Η Έκτρωση» (1966).
Εμπνευσμένος από τη βιβλιοθήκη αυτή, ο Γάλλος συγγραφέας Νταβίντ Φενκινός (υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, και για την λογοτεχνική πηγή της δραμεντί του 2011 «Επιστροφή Στον Ερωτα» με την Οντρέ Τοτού) έγραψε το 2016 το «Le Mystère Henri Pick», τοποθετώντας την ιστορία του σε ένα ανάλογο ίδρυμα στην καρδιά της Βρετάνης, στη χερσόνησο Κροζόν. Ένα μυστήριο με φόντο τον εκδοτικό κόσμο, εξελισσόμενο σαν αστυνομικό αίνιγμα, αλλά με το προς εξιχνίαση «έγκλημα» να αφορά εδώ τη συγγραφή ενός αδέσποτου χειρόγραφου ονόματι «Οι Τελευταίες Ώρες Μιας Ερωτικής Ιστορίας».
Για την ακρίβεια, το αφήγημα, ένα ρομαντικό δράμα εποχής που φαντάζεται τον τελευταίο μεγάλο έρωτα του Ρώσου ποιητή Αλεξάντερ Πούσκιν, δεν είναι αδέσποτο. Το υπογράφει ο Ανρί Πικ, ιδιοκτήτης τοπικής πιτσαρίας που πέθανε πριν δύο χρόνια. Μια νεαρή εκδότρια, που βρέθηκε στη γενέτειρά της παρέα με τον μνηστήρα της, εκκολαπτόμενο μυθιστοριογράφο, και εντόπισε το χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη των απορριφθέντων βιβλίων, εντυπωσιάζεται, το εκδίδει και το εύρημα γίνεται σύντομα μπεστ σέλερ. Προς μεγάλη έκπληξη, φυσικά, της χήρας του Πικ, που νόμιζε πως ο άντρας της μόνο λίστες με ψώνια ήξερε να σκαλίζει όλη του τη ζωή.
Για αδέσποτο, όμως, το υποπτεύεται ένας φημισμένος τηλεκριτικός λογοτεχνίας, και το υπαινίσσεται ευθαρσώς στην εκπομπή του, ενώπιον, μάλιστα, της χήρας και της εκδότριας που έχει καλεσμένες. Και αφού η δήλωση του στοιχίζει σύντομα και δουλειά και σύζυγο, αποφασίζει να ξεκινήσει έρευνες για να αποδείξει την απάτη και να αποκαταστήσει το όνομά του. Αναπάντεχη σύμμαχός του σε τούτη την πορεία θα γίνει η κόρη του Πικ, φανατική βιβλιοφάγος η ίδια, που ακολουθεί τον κυνικό κριτικό διστακτικά μεν, αλλά με την ελπίδα της ταυτοποίησης του πατέρα της ως συγγραφέα του βιβλίου.
O Ρεμί Μπεζανσόν («Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής Σου», «Το Μεγάλο Ταξίδι της Ζαράφα») εικονογραφεί το ασυνήθιστο αυτό whodunit με σχολαστική προσοχή στο θεματικό μπακγκράουντ (το εκδοτικό παρασκήνιο, που θυμίζει σε πολλά εκείνο του σινεμά), διακριτικό χιούμορ και, προπαντός, απέριττο ρυθμό. Δεν υπάρχει ούτε σκηνή που να μοιάζει αχρείαστη στην έρευνα για τη λύση του αινίγματος, και στην επιτυχία της πυκνότητας αυτής καθοριστική είναι, δίχως αμφιβολία, και το άψογο ερμηνευτικό τάιμινγκ -εκφράσεις, λόγος, εκφορά- του Φαμπρίς Λουκινί, ενός από τους σπουδαίους ηθοποιούς του κλασικού γαλλικού θεατρικού ρεπερτορίου που ξέρει πώς ακριβώς να συνομιλεί και με τον κινηματογραφικό φακό.
Δυστυχώς, είναι η ίδια η λύση του μυστηρίου που τελικά απογοητεύει. Ηταν δεν ήταν ο κύριος Πικ που έγραψε το ανέκδοτο έργο, κανένα κίνητρο κανενός εμπλεκόμενου δε σε πείθει στην αναδρομική εξήγηση του φινάλε. Σε βαθμό που, έχοντας εκτιμήσει όλες τις παραπάνω αρετές, νιώθεις προδομένος. Δε λέμε, κάθε ταινία χρησιμοποιεί μια πλοκή ως αφορμή για να μελετήσει μια συνθήκη ή ένα σύμπαν –εν προκειμένω το συγγραφικό αδιέξοδο, την βιβλιοπαραγωγική εντροπία, την υπεροψία της κριτικής. Όταν όμως η πλοκή αυτή θέλει να ξετυλίγεται σαν αστυνομικός γρίφος, τότε θα πρέπει πρώτα και κύρια να σε πείθει ως τέτοιος.